Σκαφίδα002

Γενεαλογικά δένδρα Σιμιωτιών Ναυπακτίας. Ρίζες και μνήμες, του Γρηγόρη Σκαφίδα

Πρόκειται για ένα βιβλίο 600 σελίδων μεγάλου μεγέθους, έργου ζωής του συγγραφέα. Με την ανάγνωσή του κατάλαβα το μέγεθος της προσπάθειας, μιας προσπάθειας που προϋποθέτει επιμονή και υπομονή, μεθοδικότητα, συνέπεια και υπευθυνότητα, γνώση και κατάρτιση, μα πάνω από όλα πάθος και μεράκι.

Εντυπωσιάστηκα ακόμη περισσότερο όταν διαπίστωσα ότι την εργασία αυτή την άρχισε ο πατέρας και την τελείωσε ο γιός. Την ξεκίνησε ο Βασίλης Σκαφίδας και μετά από χρόνια την συμπλήρωσε, τη βελτίωσε, την επιμελήθηκε και την εξέδωσε ο Γρηγόρης Σκαφίδας. Αν δεν ξεκινούσε την εργασία αυτή ο Βασίλης Σκαφίδας, πιθανόν να μην καταπιανόταν ο Γρηγόρης. Γι’ αυτό, κατά τη γνώμη μου, οφείλουμε τιμή στη μνήμη του Βασίλη Σκαφίδα και ευχαριστίες στον Γρηγόρη.

Πρόκειται για μία συστηματική γενεαλογική μελέτη, στην οποία οι συγγραφείς ερευνούν, βρίσκουν, καταγράφουν και διασώζουν ονόματα συγγενών «ζώντων και τεθνεώτων», δημιουργώντας γενεαλογικά δένδρα που φθάνουν σε κάποιες περιπτώσεις σε βάθος οκτώ γενεών.

Στο ενδιαφέρον αυτό βιβλίο λοιπόν καταγράφονται 113 επώνυμα Σιμιωτών από το 1800 μέχρι το 1960, με σύνολο απογόνων που μπορεί να φτάνει και τις 11.000 ανθρώπων. Από τα οικογενειακά αυτά επώνυμα, κάποια έχουν χαθεί στο πέρασμα του χρόνου. Διότι κάποιοι μετανάστευσαν, κάποιοι δεν απέκτησαν άρρενα παιδιά, κάποιοι άλλαξαν επώνυμο. Αλλά ο πυρήνας παρέμεινε και συγκέντρωσε γύρω του και νέα πρόσωπα με νέα επώνυμα.

Στον πρόλογο ο συγγραφέας επιχειρεί να εξηγήσει τους τρόπους και τους λόγους της ονοματοδοσίας των επωνύμων. Διαπιστώνει λοιπόν ότι τα 40 είναι πατρωνυμικά, δηλαδή τα παιδιά του Αλέξη γράφτηκαν με επώνυμο Αλεξόπουλος, του Αντώνη, Αντωνιάδης, του Ζαχαρία Ζαχαρόπουλος, του Λουκά Λουκόπουλος, του Σωτήρη Σωτηρόπουλος κ.λπ.). Άλλα 25 φαίνεται να προήλθαν από παρατσούκλια όπως λ.χ. Κολοβελώνης, Τσάκαλος, Χονδροκώστας κ.ά. Άλλα επώνυμα έχουν επαγγελματική προέλευση (Μπακάλης), και άλλα δηλώνουν απώτερη καταγωγή (Μυτιλήνης, Βλαχάκης, Βλαχογιάννης, κ.ά.).

Για τη συγκρότηση των γενεαλογικών δένδρων οι συγγραφείς χρησιμοποίησαν τις συνήθεις και γενικώς αποδεκτές μεθόδους: προσωπικές μαρτυρίες, πιστοποιητικά γεννήσεων, βαπτίσεων, γάμου, θανάτου, εκκλησιαστικά αρχεία, στρατολογικά αρχεία και κάθε άλλο είδος μαρτυρίας.

Η καταγραφή των ονομάτων σε κάθε γενεαλογικό δένδρο γίνεται αρχίζοντας από τον παλαιότερο προς το νεότερο. Πρώτα εξαντλείται η κλίμακα όλων των απογόνων του πρώτου και μετά συνεχίζει του δεύτερου και ούτω καθεξής.

Έχουν δημιουργήσει για κάθε γενιά μία στήλη. Η πρώτη γενιά καταγράφεται στην πρώτη στήλη. Τα παιδιά τους, δηλαδή η δεύτερη γενιά, καταγράφεται στη δεύτερη στήλη αφήνοντας κενή την πρώτη στήλη. Η Τρίτη γενιά καταγράφεται στη τρίτη στήλη αφήνοντας κενές την πρώτη και την δεύτερη στήλη και ούτω καθεξής.

Ο τρόπος αυτός καταγραφής βοηθάει για να έχουμε εύκολη γνώση των αδελφών και λοιπών συγγενών της ίδιας γενιάς και να αποτυπώνεται καλύτερα η κάθε εποχή με τους ανθρώπους της.

Δηλαδή, σε κάθε στήλη αναφέρονται τα αδέλφια της γενιάς, τα α' ξαδέλφια της προηγούμενης, τα β' ξαδέλφια της προ-προηγούμενης και ούτω καθεξής.

Για όσους βρέθηκε φωτογραφικό υλικό παρατίθεται. Για όσους δεν βρέθηκε έγινε προσπάθεια να μπει φωτογραφία της υπογραφή του, προφανώς από κάποιο παλιό συμβόλαιο.

Στο παρακάτω απόσπασμα από τον πρόλογο καταλαβαίνουμε το σκεπτικό προσέγγισης και τον σεβασμό με τον οποίο αντιμετωπίζονται τα (καταγραφόμενα) πρόσωπα από τους δύο συγγραφείς:

«Για όσους είναι πεθαμένοι και γεννημένοι από το 1920 και πριν γράφουμε όσα μπορέσαμε να μάθουμε για την καλύτερη περιγραφή τους ώστε να ζωντανέψουμε την εικόνα τους και τη δράση τους. Για όσους απ' αυτούς βρήκαμε φωτογραφία τους την καταχωρήσαμε. Το βλέμμα των δικών μας ανθρώπων που έχουν φύγει όταν συναντάει το δικό μας είναι σαν ζωντανή συνάντηση, σαν μια κουβέντα μαζί τους. Ατελείωτες αναμνήσεις, σκέψεις και συγκινήσεις. Για όσους δεν έχουμε φωτογραφία αποτυπώσαμε την υπογραφή τους, εφόσον βέβαια ήσαν εγγράμματοι και βρέθηκε κάποιο γραπτό κείμενο (συνήθως συμβόλαιο) με την υπογραφή τους. Το χέρι που υπέγραψε στο χαρτί φαντάζει να κινείται γύρω μας για ένα χάδι τους. Η σκέψη του χαδιού, από τα σκληρά αλλά στοργικά χέρια των προγόνων, μας φέρνει ανατριχίλα στο κορμί και ανάλαφρο φτερούγισμα στην ψυχή.

Δεν αναγράφουμε την απασχόληση κάθε γυναίκας, παρά μόνο στις περιπτώσεις πρόσθετης εξειδίκευσης ή προσόντος (π.χ. πρακτική μαμή). Δεν αναφερόμαστε ατομικά σε κάθε μία γιατί ισχύει για όλες η γενική αναφορά που κάνουμε εδώ. Οι γυναίκες του χωριού μας ήταν οι στυλοβάτες της οικογένειας. Είχαν την αποκλειστικότητα για τις εργασίες του σπιτιού (ανατροφή παιδιών, φαγητό, πλύσιμο), δεν απουσίαζαν όμως και από τις εργασίες εκτός σπιτιού, στο χωράφι ή στο κοπάδι. Ήταν οι ηρωίδες της εποχής».

Εκείνο που κάνει ιδιαίτερα ξεχωριστό το βιβλίο αυτό από άλλα παρόμοια που έχω διαβάσει είναι οι πρόσθετες πληροφορίες που παραθέτουν οι συντάκτες του πονήματος αυτού. Δηλαδή, δεν παραθέτουν μόνο ονόματα και ημερομηνίες, αλλά προσθέτουν σύντομες πληροφορίες για τη ζωή και το έργο των παλαιών Σιμιωτών. Οι πληροφορίες αυτές προέρχονται κυρίως από μαρτυρίες παλαιότερων, από προσωπική γνώση του Βασίλη Σκαφίδα, και από όσα άντλησε από γραπτές πληροφορίες ο Γρηγόρης Σκαφίδας.

Οι πρόσθετες αυτές πληροφορίες φωτίζουν με μοναδικό τρόπο πτυχές της τοπικής ιστορίας, αναδύουν το πολιτισμικό, το κοινωνικό και οικονομικό υπόβαθρο του χωριού. Καταγράφονται οι σημαντικές πληθυσμιακές μετακινήσεις από και προς άλλες περιοχές της Ελλάδας. Αποτυπώνονται ήθη, δοξασίες και αντιλήψεις, στάσεις ζωής, συμπεριφορές και επαγγέλματα της εποχής. Γενικότερα αποκρυπτογραφούνται σελίδες της προσωπικής διαδρομής στο χρόνο.

Όπως για παράδειγμα:

Ιωάννης Βλαχογιάννης (1827 - [Δεν γνωρίζουμε χρονολογία θανάτου]).

Αγροτοκτηνοτρόφος στο επάγγελμα. Τον έλεγαν Κουτσόγιαννο επειδή όταν ήταν μικρός τον είχαν συλλάβει ληστές και τον είχαν στο λημέρι τους να τους κάνει δουλειές. Κάποτε κατάφερε και τους ξέφυγε, εκείνοι όμως τον πυροβόλησαν στο πόδι και γι’ αυτό κούτσαινε λίγο. Σύζυγός του η Βασίλω Νικ. Τσουμή από του Σίμου. Ο γάμος έγινε στον Αϊ Γιώργη από τον παπά-Γιώργη Αλεξόπουλο. Το 1884 συμμετείχε, με άλλους 70 Σιμιώτες γεωργοκτηματίες, σε συγκέντρωση, όπου ορίστηκαν εκπρόσωποί τους για επίλυση, είτε ειρηνικά είτε δικαστικά, των συνοριακών διαφορών με τα χωριά Δορβιτσά και Παλαιόπυργο.

 

Δημήτριος Δενδραμής (1827 - [Δεν γνωρίζουμε χρονολογία θανάτου]).

Σύζυγός του η Αναστασία Ζαχαρή Μπαλαούρα, κόρη τιμημένου από την Πολιτεία με σιδηρούν μετάλλιο για την προσφορά του στον αγώνα απελευθέρωσης της πατρίδας από τους Οθωμανούς. Το επάγγελμά του ήταν κτίστης. Είχε αξιόλογη αγροτική περιουσία. Από τους δραστήριους κατοίκους του χωριού.

  • το 1866 εξουσιοδοτήθηκε από 20 Σιμιώτες, μαζί με το Θωμά Πολίτη, για να ενοικιάζουν ως λιβάδι τα χωράφια τους στο Καλπάκι, όταν αυτά ήταν άσπαρτα και να καταθέτουν το μίσθωμα στο ταμείο της εκκλησίας της Παναγίας στου Σίμου. Προφανώς η ενέργεια αυτή σχετιζόταν με την προσπάθεια των χωριανών για ανακατασκευή της εκκλησίας, που πράγματι έγινε το 1869.
  • το 1880 συμμετείχε, μαζί με άλλους 23 Σιμιώτες ιδιοκτήτες χωραφιών στον Κάμπο Σίμου, σε συμφωνία που έκαμαν με τους αδελφούς Ιωάννη και Αθανάσιο Σάλλα, ώστε οι τελευταίοι, αφού αποζημιωθούν, να μεταφέρουν το νερόμυλό τους που είχαν στη Λάλικα, σε υψηλότερο σημείο έτσι ώστε τα νερά, μετά την κίνηση του μύλου, να πέφτουν σε αυλάκι κάτω από αυτόν και να μεταφέρονται στα κτήματά τους για να ποτίζονται.

Σταύρος Ζαχαρόπουλος (1882 - 1933).

Πανύψηλος με καστανά μαλλιά και μάτια. Υπηρέτησε στον στρατό μόνο τρεις μήνες το 1912 «ως πρεσβύτερος υιός ζώντος πατρός». Σύζυγός του η Φωτεινή Ιωάν. Σάλλα από του Σίμου. Ο γάμος έγινε το 1907 από τον παπά-Γιώργη Αλεξόπουλο. Αγροτοκτηνοτρόφος. Ο Σταύρος εξασκούσε και το επάγγελμα του κτίστη. Έκτισε δικό του σπίτι πάνω από το πατρικό του όπου εγκαταστάθηκε. Ο γιος του Γιάννης το 1942 έκτισε στο ίδιο μέρος καινούριο σπίτι, αυτό που υπάρχει και σήμερα. Παιδιά τους: Γεώργιος, Ιωάννης και Ελένη.

 

Γεώργιος Μπακάλης (1785 - 1870). Σε ηλικία 80 ετών, χώρισε την περιουσία του σε ίσα μερίδια, τόσα όσα ήταν τα παιδιά του και επί πλέον ένα για τον εαυτό του και τα διένειμε με κλήρωση. Το δικό του μερίδιο το παρεχώρησε στο γιό του Βασίλη και εκείνος ανέλαβε να φροντίζει αυτόν και την σύζυγό του μέχρι το θάνατό τους.

 

Χρήστος Μπακάλης (1859 - 1932). Αναφέρεται στην κατάσταση των μαθητών του Δημοτικού Σχολείου του χωριού του έτους 1868, με την ένδειξη «φρόνιμος». Μικρόσωμος με μαύρα μαλλιά και καστανά μάτια. Σύζυγός του η Ταρσίτσα Ιωάν. Τσώτσου από τον Πλάτανο Ναυπακτίας. 0 γάμος έγινε το 1899. Σε νεαρή ηλικία εργάστηκε ως σανιδοποιός. Στα επόμενα χρόνια έγινε πανδοχέας και μεταξουργός. Είχε παντοπωλείο στον κύριο οικισμό του χωριού, όπου το σημερινό της Γιαννούλας Τσάτσου. Η Ταρσίτσα κηδεύτηκε με την Πλατανιώτικη παραδοσιακή ενδυμασία και έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στο χωριό.

 

Ιωάννης Μπουλές (περ. 1838 - 1868). Στο οικογενειακό μνημόνιο του Σιμιώτη στρατηγού Δημητρίου Αντωνιάδη αναφέρεται ότι ο Γέρο Παναγιώτης Μπουλές υιοθέτησε τον Ιωάννη Καλιαμπάκο. Ο Ιωάννης Καλιαμπάκος που μετονομάστηκε σε Μπουλές, καταγόταν από την Άνω Χώρα. Αρχικά είχε μετεγκατασταθεί στη Ρίζα Ναυπάκτου, μαζί με τα αδέλφια του Αθανάσιο και Κωνσταντίνο. Μετά την υιοθεσία του έγινε μόνιμος κάτοικος Σίμου.

Βλέπουμε λοιπόν, ότι τα ονόματα δεν κουβαλούν μόνον τη δική τους μοναδική ιστορία, αλλά σ’ αυτά εγγράφεται κομμάτι της ίδιας της ιστορίας.

Η τυπογραφικές εργασίες του βιβλίου είναι άρτιες και καλαίσθητες. Εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο του κ. Σταύρου Ζαχαρόπουλου που επίσης είναι Σιμιώτης.

Αξίζουν ειλικρινά και θερμά συγχαρητήρια και στον Σιμιώτη Χαράλαμπο Κ. Μπακάλη, που ζει στη Νέα Υόρκη, για την ευγενική συμμετοχή στο κόστος του βιβλίου.

Το βιβλίο αυτό είναι μια αληθινή κιβωτός ζωντανής μνήμης και αξίζει να μπει σε κάθε σπίτι Σιμιώτη. Είναι ένα πληροφοριακό βιβλίο όπου μπορεί να ανατρέξει κανείς να αντλήσει πληροφορία για κάποιον συγγενή και συγχωριανό.

  • Τα βιβλία αυτά βοηθάνε τους απογόνους μας να βρούνε την άκρη του νήματος του σογιού.
  • Ενισχύουν τους δεσμούς ανάμεσα στους συγγενείς. Ιδιαίτερα στις μέρες μας που έχουν χαλαρώσει οι οικογενειακοί δεσμοί.
  • Συμβάλουν στην αναζήτηση συγγενών που μετανάστευσαν ή μετακινήθηκαν σε άλλες πόλεις.
  • Ακόμη βοηθούν και στην ανθρωπολογική προσέγγιση κάποιων συγκεκριμένων χαρακτηριστικών και πιθανές γονιδιακές επιδράσεις που κληρονομούνται στα μέλη του σογιού.
  • Μεγαλώνουν το σεβασμό και το θαυμασμό των προγόνων μας για τον αγώνα επιβίωσής τους σε άγονο περιβάλλον και σε πολυτάραχες εποχές.
  • Και τέλος, η εργασία σας, Γρηγόρη Σκαφίδα, μπορεί να τεθεί στη διάθεση οποιουδήποτε ενδιαφερομένου και να πάρει παγκόσμια διάσταση αν φροντίσετε να μπει σε μια ηλεκτρονική πλατφόρμα με θέμα Γενεαλογικά δένδρα. Αναφέρετε στον πρόλογό σας ότι υπολογίζετε γύρω σε 11.000 τα άτομα σ’ όλο τον κόσμο στις φλέβες των οποίων «τρέχει Σιμιώτικο αίμα». Σκεφτείτε ότι απόγονοι αυτών θα έχουν ένα λόγο να ανατρέξουν στο βιβλίο σας να βρουν κάποια πληροφορία για τους προγόνους τους. Μη σας φαίνεται παράξενο, γιατί κάθε ημέρα χιλιάδες άνθρωποι σε ολόκληρο τον κόσμο, απόγονοι μεταναστών ελληνικής καταγωγής, προσπαθούν να ενώσουν τους χαμένους κρίκους της οικογενειακής τους ιστορίας.