Θανάση Κατή, «Από τη λάμπα πετρελαίου στη λάμπα led»

Κατής 01Από όλα τα βιβλία που έχω διαβάσει κανένα δεν μου προκάλεσε τόσο έντονα την επιθυμία να γνωρίσω από κοντά στον συγγραφέα του βιβλίου όσο αυτό με τίτλο «Από τη λάμπα πετρελαίου στη λάμπα led» . Διαβάζοντας το βιβλίο έμαθα αρκετά για τον Θανάση Κατή που νιώθω ότι τον γνωρίζω από χρόνια. Λέω έμαθα, αλλά καλύτερα να πω τον ένιωσα τόσο πολύ γιατί έζησα και εγώ την ίδια περίπου εποχή και τα περισσότερα βιώματά του μπορώ να πω ότι είναι και δικά μου, όπως και όλων των ανθρώπων της γενιάς μας που μεγαλώσαμε στην ελληνική ύπαιθρο. Ένιωσα ένα νήμα να με συνδέει αρμονικά με ιστορίες, περιστατικά, καθημερινές σκηνές από έναν κόσμο πιο απλό, πιο αγνό, πιο γνήσιο που δεν υπάρχει πια.

Πρόκειται για μια αυτοβιογραφία, αλλά θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς και προσωπικό ημερολόγιο. Σίγουρα όμως είναι ένα αφήγημα κατάθεση ψυχής, που αναπλάθει μια μοναδική εποχή. Με απλό και ευκολοδιάβαστο κείμενο, παραθέτοντας τις αναγκαίες λεπτομέρειες, χωρίς εξωραϊσμούς και υπερβολές, ο συγγραφέας πετυχαίνει να παρουσιάσει την καθημερινή ζωή της τελευταίας αυτής γενιάς στην Ελλάδα. Φωτίζει έναν κόσμο που αγωνίζεται για την επιβίωσή του, έναν κόσμο που δεν αγωνίζεται για το πολύ αλλά για το αναγκαίο. Κάνει μία αναδρομή στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα και στα πρώτα χρόνια του 21 ου. Περιγράφει έναν τρόπο παραγωγής του γεωργού με άλογα, όργωμα, θέρο, αλώνισμα τον οποίο γνωρίζουμε από την εποχή του Ησιόδου στο «Έργα και Ημέρες». Ο τρόπος αυτός παραγωγής αιώνες με μικρές και αργές βελτιώσεις μέσα στο χρόνο, αλλά τελείωσε από τις δεκαετίες του 1960 - 1970 με την σαρωτική είσοδο της μηχανής στη διαδικασία παραγωγής στην ελληνική ύπαιθρο.

Μέσα από προσωπικά βιώματα της οικογένειας του, η οποία μοιραζόταν το χρόνο ζωής τους σε έναν παραλιακό και έναν ορεινό οικισμό της Δωρίδας, περιγράφει τον τόπο του, το φυσικό του περιβάλλον, ζωντανεύει τον αγώνα του πατέρα του κοντά στο κοπάδι, στα σπορά, στον θέρο. , στο μάζεμα του καλαμποκιού, στο σκάψιμο της σταφίδας, στο μάζεμα της ελιάς, στην ενασχόλησή του στο ελαιοτριβείο, στην προμήθεια ξύλων από το κοντινό δάσος και σε όλη τη βιοπάλη για την επιβίωση της οικογένειάς του σε μια από τις πιο φτωχές περιοχές της μεταπολεμικής Ελλάδας. .

Η μάνα του πάντα δίπλα στον άνδρα της, στο χωράφι, στον κήπο, στα οικόσιτα που εξασφάλιζε τη διατροφή της οικογένειας σε κρέας και αυγά και γενικά κοντά σε όλες τις αγροτικές δουλειές, παράλληλα με τις δουλειές του σπιτιού. Και, όταν εύρισκε λίγο χρόνο φρόντισε να μετατρέψει το μαλλί από τα πρόβατα σε πλεκτά ρούχα και κλινοσκεπάσματα της οικογένειας και σε προίκα των κοριτσιών τους.

Και ο μικρός Θανάσης έβλεπε, συμμετείχε, παρατηρούσε και αφομοίωνε εκείνο τον δύσκολο αλλά και όμορφο αγώνα των γονιών του και των συγχωριανών του.

Ο συγγραφέας αφού βίωσε τις δυσκολίες και τις ομορφιές της παιδικής και μαθητικής ζωής στην ορεινή και πεδινή ζώνη της Δωρίδας, περιπλανήθηκε αναζητώντας μόρφωση και εργασία. Βίωσε δύσκολες καταστάσεις, όπως κάθε επαρχιωτόπουλο της εποχής εκείνης που αποφάσιζε να αναζητήσει ένα καλύτερο μέλλον στα αστικά κέντρα. Παρά τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες, έχοντας μέσα του αξίες που πήρε από την οικογένειά του και το περιβάλλον του και την στήριξη του πατέρα του, κατάφερε να σταθεί με επιτυχία και αξιοπρέπεια.

 Μπαίνοντας στην πέμπτη δεκαετία της ηλικίας του βρέθηκε σε μια ακραία μεταβατική εποχή με την επέλαση της digital, της ψηφιακής εποχής. Η συντριπτική πλειοψηφία της γενιάς του δεν θέλησε και δεν επιδίωξε να μπει στον κόπο να εξοικειωθεί με τη νέα τεχνολογία παρότι γνώριζε ότι θα μείνει στο περιθώριο τόσο στον επαγγελματικό τομέα όσο και σε αρκετές εκφάνσεις της ζωής. Ο Θανάσης Κατής, ως ανήσυχο πνεύμα και άτομο που αναζητούσε την καινοτομία δε δίστασε να θυσιάσει ατέλειωτες ώρες για να εξοικειωθεί με την ψηφιακή τεχνολογία την οποία αμέσως ενέταξε στη δουλειά του. Το δύσκολο αυτό κατόρθωμα για έναν μεσήλικα τον δικαίωσε πολυποίκιλα. Έκανε πολύ πιο εύκολη τη ζωή του και εκτόξευσε την επαγγελματική πορεία του. Θα επιμείνω λίγο σε αυτό γιατί οι περισσότεροι της γενιάς μας, όταν καταλάβαμε ότι χωρίς την εξοικείωση με την τεχνολογία θα βρεθούμε στο περιθώριο, συμβιβαστήκαμε με την ιδέα ότι «λίγα χρόνια θέλω ακόμα να βγω στη σύνταξη» και αρκεστήκαμε σε αυτή τη δικαιολογία για να …κερδίσουμε χρόνο. Όσοι όμως είδαν λίγο μακρύτερα, όπως ο κ. Κατής, ανάλωσαν ατέλειωτες ώρες να συνομιλούν με περίεργη γλώσσα με τα …κουτιά των πρώτων ηλεκτρονικών υπολογιστών οι οποίοι στην αρχή μας έδιναν περισσότερες απογοητεύσεις παρά χαρές. Η επιμονή και υπομονή όμως μας δικαίωσε αφού μέσα σε λίγα χρόνια η τεχνολογία άλλαξε τα πάντα και έκανε ευκολότερη τη ζωή μας και έδωσε πολλές δυνατότητες οργάνωσης και προγραμματισμού των επαγγελμάτων μας.

Το βιβλίο αυτό είναι καλοδουλεμένο με εξαιρετική γραφή, δομή και ροή και με το φωτογραφικό υλικό εποχής δημιουργεί το ανάλογο κλίμα ώστε ο αναγνώστης να βιώσει τα συναισθήματα με τις γλυκόπικρες αναμνήσεις όλων όσοι έζησαν την εποχή αυτή. Περιγράφει την προσωπική του ζωή χωρίς ταμπού, χωρίς υπερβολές και εξωραϊσμούς, γράφει περιστατικά για τον οικογενειακό του κύκλο, για το φιλικό του, το επαγγελματικό και το κοινωνικό του περιβάλλον. Το κείμενο διαβάζεται σαν μυθιστόρημα και ας είναι αυτοβιογραφία. Δίνει μια γοητεία λογοτεχνίας με την έννοια ότι συγκινεί τον αναγνώστη και όχι διότι τηρεί συγκεκριμένους λογοτεχνικούς κανόνες. Η λογοτεχνία είναι επιτυχημένη όταν καταφέρνει να κάνει συνταξιδιώτες τους αναγνώστες με τον συγγραφέα. Οι συγγραφείς είναι το μισό της λογοτεχνίας, το άλλο μισό είναι οι αναγνώστες. Με την έννοια αυτή το συγκεκριμένο βιβλίο έχει να πει πολλά στον αναγνώστη της γενιάς του συγγραφέα, γιατί τον συγκινεί η περιγραφή και τον κάνει συνοδοιπόρο. Αν ο αναγνώστης είναι νεότερος αποκτά ξεχωριστή σημασία και εκπαιδευτική αξία, όχι τόσο με την έννοια της ιστορικής ενημέρωσης των νεότερων γενεών, αλλά με την ανάγκη του προβληματισμού όλων μας για τη δημιουργία συνθηκών μιας νέας αυτάρκειας στη χώρα μας.

Χριστούγεννα 2021

Γιάννης Χαλάτσης