Είναι ένας παλιός οικισμός της Βελβίνας που δημιουργήθηκε στις αρχές του 1890 από κτηνοτρόφους των ορεινών χωριών της Ναυπακτίας ως χώρος χειμαδιού. Συγκεκριμένα τέσσερα αδέλφια Καρανίκα και ένας ξάδελφος τους από την Παλούκοβα (Λεύκα) ήταν οι πρώτοι που εγκαταστάθηκαν.

Ακολούθησε ο Κώστας Μπελαλής από τη Γραμμένη Οξυά. Βρίσκεται τρία χιλιόμετρα ΒΔ του χωριού Βελβίνα στην ανατολική πλευρά της Παλατράχης. Συγκεκριμένα, τα αδέλφια Παναγιώτης, Φώτης και ο εξάδελφός τους Θανάσης έκτισαν αγροικίες γύρω στα κτήματά τους που ήταν ποτιστικά από την πηγή που έδινε ζωή και βλάστηση στην περιοχή.

Το 1930 εγκαταστάθηκε και ο Κώστα Μπιλαλής από την Γραμμένη Οξυά. Του Κωνσταντίνου Παναγιωτόπουλου που είχε παντρευτεί την Αικατερίνη Καρανίκα και ο Λεωνίδας Καρανίκας του Νικολάου. Λίγο πιο κάτω στη θέση «Κομματάκια» κοντά σε μια μικρότερη πηγή εγκαταστάθηκαν άλλες δύο οικογένειες. Την δεκαετία του 1950 οι πρώτοι εγκατασταθέντες κάτοικοι και τα παιδιά τους ξεπερνούσαν τα τριάντα άτομα.  

Πρόκειται για έναν οικισμό στην πλαγιά του βουνού περιτριγυρισμένο από φυτά χαμηλής και μεσαίας πυκνής βλάστησης όπως κουμαριάς, ρεικιού, σχοίνου, πουρναριού και άλλων. Η περιοχή προσφέρεται για εκτροφή ζώων ενώ το εύφορο έδαφος της πλαγιάς - εμπλουτισμένο και με την κοπριά των ζώων - δίνει ικανοποιητική παραγωγή σιταριού, καλαμποκιού και κηπευτικών. Το νερό συγκεντρωνόταν σε μια δεξαμενή και οι κάτοικοι πότιζαν τα κτήματά τους εκ περιτροπής. Τα παραγόμενα προϊόντα προορίζονταν κυρίως για αυτοκατανάλωση και λίγα για πώληση στην αγορά της Ναυπάκτου. Στην πόλη πωλούνταν γαλακτοκομικά και καυσόξυλα που κουβαλούσαν συχνά οι γυναίκες με τα μουλάρια τους στα νοικοκυριά και τους φούρνους της πόλης. Μικρό εισόδημα έφερνε η πώληση ριζών ρεικιού για κατασκευή τσιμπουκιών καπνού και κάρβουνου. Κοντά σε κάθε αγροικία υπήρχε ο στάβλος για τα ζώα και το αλώνι για την επεξεργασία του σιταριού και του καλαμποκιού.

Ο οικισμός δεν είχε αυτοκινητόδρομο. Η μεταφορές γίνονταν με μουλάρια σε μονοπάτια. Τη δεκαετία του 1970 οι κάτοικοι έβαλαν τα έξοδα και άνοιξαν αμαξιτό δρόμο. Αργότερα το δασαρχείο Ναυπάκτου δημιούργησε δίκτυο δρόμων για προστασία του δάσους και οι δρόμοι αυτοί εξυπηρετούσαν και τους κατοίκους του οικισμού. Οι κάτοικοι του οικισμού ενσωματώθηκαν διοικητικά και κοινωνικά με την κοινότητα Βελβίνας. Εκκλησιάζονταν στο ναό της Αγίας Τριάδας της Βελβίνας και τα παιδιά τους πήγαιναν στο δημοτικό σχολείο Βελβίνας. Το 1980 έκτισαν στην κορυφή ενός λόφου, κοντά στον οικισμό, εξωκλήσι του Προφήτη Ηλία.

Όπως συνέβη σε όλα τα χωριά οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να μετακινηθούν για να βρουν δουλειές και να ζήσουν. Έτσι λοιπόν κάποιοι εγκαταστάθηκαν στη Ναύπακτο, στο Μεσολόγγι στην Αθήνα, ενώ αρκετοί μετανάστευσαν στην μακρινή Αυστραλία. Το πολύ καλό κλίμα της περιοχής προσέλκυσε στις αρχές του 2000 δύο νέους κατοίκους από την Αθήνα αλλά η τάση αυτή δεν συνεχίστηκε.

Σήμερα, ο οικισμός είναι σχεδόν εγκαταλειμμένος. Ελάχιστα παιδιά και εγγόνια των ιδρυτών του οικισμού συντηρούν τα κτίσματα και τα κτήματα.

Ρωτήσαμε τον Γρηγόρη Μπιλαλή που γεννήθηκε το 1936 στο Καψοχώρι να μας πει κάποιες θυμίσεις του από τα παιδικά του χρόνια. Μας είπες ότι θυμάται ότι περπατούσε μια ώρα για να πάει το πρωί στο δημοτικό σχολείο της Βελβίνας και μια για να γυρίσει το βράδυ. Τις περισσότερες φορές νηστικός! Θυμάται με συγκίνηση τις βραδιές που μαζεύονταν οι χωριανοί στα αλώνια για να ξεμπουλτσίσουν τα καλαμπόκια. Συζητούσαν, έλεγαν αστεία και τραγουδούσαν!

Επίσης, θυμάται που τα χρόνια του εμφυλίου εγκαταστάθηκε σε μια αποθήκη κοντά στη βρύση ένα απόσπασμα των ανταρτών και είχαν σαν διοικητικό σταθμό. Θυμάμαι που είχαν και ένα χειροκίνητο τηλέφωνο που επικοινωνούσαν με το Μολύκρειο. Είχαν απλωμένο τηλεγραφικό σύρμα πάνω στα δένδρα και σε στύλους που είχαν τοποθετήσει στη διαδρομή από το Καψοχώρι μέχρι το χωριό Μολύκρειο.

6/1/2020