Νικόλαος Λούρος: Γιος του Κ. Λούρου, Αραχωβίτη την καταγωγή. Μετά τις σπουδές του στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, συνέχισε στα Πανεπιστήμια της Βέρνης, της Βιέννης, του Μονάχου και του Βερολίνου. Με την επάνοδό του εκλέχτηκε το 1935 τακτικός καθηγητής στην Ιατρική Σχολή, στην οποία δίδαξε μέχρι το 1965, ενώ το 1966 αναδείχτηκε σε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, γενόμενος Πρόεδρος της το 1976.

            Το επιστημονικό του έργο αποτελείται από τις εργασίες του:

‘’Μαιευτική’’, το 1948, ‘’Γυναικολογία’’, το 1952, ‘’Οκτάγλωσσο Λεξικό Μαιευτικών και Γυναικολογικών Όρων’’, το 1964, πλείστες μονογραφίες και περισσότερα από 300 επιστημονικά άρθρα σε διάφορες γλώσσες. Κατέλειπε ακόμη ως ιατρολογοτεχνικό έργο τις εργασίες του «Αναδρομές», το 1967, «Μακροζωία», το 1969, «Απόηχοι της πείρας», το 1978, «Χτες», το 1980, «Ανησυχίες», το 1981 και «Καταφύγια» το 1983.

            Το 1974, κατά την Μεταπολίτευση, έγινε Υπουργός Παιδείας στην κυβέρνηση Καραμανλή και υπό την ιδιότητά του αυτή ίδρυσε Ιατρικές Σχολές στα Πανεπιστήμια Θράκης, Ιωαννίνων και Πάτρας. Ιδρυτής της Ελληνικής Εταιρείας Ευγονικής και της Ελληνικής Εταιρείας Ιστορίας της Ιατρικής, τιμήθηκε και με την ανάδειξή του σε Πρόεδρο του Διεθνούς Κολεγίου Χειρουργών.

Χρήστος Αγαλλόπουλος: Γεννήθηκε στον Πλάτανο Ναυπακτίας το 1897 και απεβίωσε το 1954.

Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη συνέχεια Πολιτικές και Οικονομικές επιστήμες στη Γερμανία, στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Ειδικός στα θέματα της Κοινωνικής Ασφάλισης, υπήρξε ο πρώτος Γενικός Διευθυντής του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, η οργάνωση και η πρόοδος του οποίου έχει τη σφραγίδα της συμβολής του.

Το έτος 1947 εκλέχτηκε καθηγητής της Κοινωνικής Πολιτικής και του Εργατικού Δικαίου στην Ανωτάτη Σχολή Βιομηχανικών Σπουδών του Πειραιά (το σημερινό Πειραϊκό Πανεπιστήμιο), που τη λάμπρυνε με τις παραδόσεις του και το ερευνητικό του έργο, διευθύνοντας παράλληλα το προοδευτικό για την εποχή του περιοδικό η ‘’Νέα Οικονομία’’, στο οποίο μελετούσε, με άλλους διακεκριμένους επιστήμονες, την κατάσταση της οικονομίας της χώρας μας και υπεδείκνυε τις ενδεικνυόμενες προτάσεις για την πρόοδό της.

Εργασίες του: ‘’Η προστασία των ασθενών Ναυτικών’’, ‘’Η καταναγκαστική εργασία’’, ‘’Οι σύγχρονες κατευθύνσεις της Κοινωνικής Πολιτικής’’, ‘’Τα εργατικά δικαστήρια’’, ‘’Το εργατικό Δίκαιο’’, που για μακρά περίοδο επηρέασε τις ερευνητικές εργασίες και την εξέλιξη της Ελληνικής Εργατικής Νομοθεσίας.

Για ικανό, επίσης, χρονικό διάστημα διετέλεσε καθηγητής στην Ανωτέρα Σχολή Συνδικαλιστικών Σπουδών της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος, απεβίωσε δε εντός του κτιρίου της, στην έδρα, διδάσκοντας.

Οι εργατολόγοι επιστήμονες, οι δικηγόροι και οι δικαστές των εργατικών δικαστηρίων αναζητούσαν τη στήριξη των απόψεών τους στο ανθρωπιστικό επιστημονικό του έργο.

 

Δημήτριος Μπότσαρης:   Γόνος της σουλιώτικης οικογένειας των Μποτσαραίων ήταν αξιωματικός. Διετέλεσε καθηγητής στη Σχολή Ευελπίδων, αρχηγός του μεικτού στρατεύματος της Ηπείρου, στρατιωτικός ακόλουθος σε Πρεσβείες στο εξωτερικό, εφτά φορές εκλεγμένος βουλευτής του κόμματος των Φιλελευθέρων, υπουργός Συγκοινωνιών, Ναυτικών και Εμπορικής Ναυτιλίας, Γενικός Διοικητής Ηπείρου.

            Το 1941 διέφυγε στη μέση Ανατολή, διετέλεσε πληρεξούσιος υπουργός κατά την περίοδο 1944–46 και εκπροσώπησε τη χώρα μας σε διεθνείς διασκέψεις και συνέδρια. Επί σειρά ετών διετέλεσε πρόεδρος της Ιστορικής Εθνολογικής Εταιρείας.

            Με την σύζυγό του Αίγλη, κόρη του καθηγητή του Πανεπιστημίου Αιγινήτη ίδρυσε στη Ναύπακτο κοινωφελές ίδρυμα με την επωνυμία «Ίδρυμα Δημητρίου και Αίγλης Μπότσαρη, με σκοπό, μεταξύ των άλλων, και τη χρηματοδότηση της συγγραφής και δημοσίευσης μελετών και μεταφράσεων επιστημονικών έργων σχετικών με την πολιτιστική, οικονομική, θρησκευτική, λογοτεχνική και καλλιτεχνική ιστορία του ελληνικού έθνους, την ενίσχυση της αρχαιολογικής υπηρεσίας και των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, την διεξαγωγή αρχαιολογικών εργασιών και τη συμβολή στην κρατική μέριμνα για την πρόληψη και πάταξη της αρχαιοκαπηλίας.

            Ο Δημήτριος Μπότσαρης έγραψε τις ακόλουθες δύο εργασίες:

  • L’ Asie mineure et l’ Hellenisme, 1919
  • The Greek physical cueture, 1941

Και περισσότερες από 100 άλλες μελέτες και μονογραφίες για ιστορικά, στρατιωτικά και πολιτικά θέματα που όλα περιλαμβάνονται στην έκδοση “Λόγοι και Μελέται’’ τόμοι 3.

Λάμπρος Τζαβέλλας: Γόνος της ιστορικής οικογένειας του Σουλίου των Τζαβελλαίων, υπήρξε, όπως και οι δύο άλλοι αδελφοί του, που έπεσαν κατά την Μικρασιατική εκστρατεία, στρατιωτικός που διακρίθηκε στους αγώνες του Έθνους για την εδαφική του ολοκλήρωση και την εκπαίδευση, υπό τις δύσκολες συνθήκες ευθύς μετά την απελευθέρωση. Με το βαθμό του σε τιμητική αποστρατεία στρατηγού εγκαταστάθηκε στη Ναύπακτο, στην οικία των Τζαβελλαίων. Εγγονός του Νικολού και μικρανεψιός του Κίτζου, των απελευθερωτών της Ναυπάκτου στις 18 Απριλίου 1829.

            Στα χρόνια της γερμανοϊταλικής κατοχής συμπαραστάθηκε, λόγω της γλωσσομάθειάς του και της αυστριακής συζύγου του, σε κάθε Ναυπάκτιο, που ζήτησε την βοήθειά του για τις αρχές κατοχής. Και είναι πολύ μεγάλος ο κατάλογος των ευεργητηθέντων. Συνελήφθη τελικά από την «Γκεστάπο» και διέφυγε τον κίνδυνο χάρη στη δραστήρια παρέμβαση στον ανακριτή του, που έτυχε να είναι αυστριακός.

            Μετά την αποχώρηση των Γερμανών και των Ταγμάτων Ασφαλείας, εκλέχτηκε για τη στάση του και τις υπηρεσίες του Έπαρχος της Ναυπακτίας, προσέφερε δε ιδιαίτερα υπηρεσίες για τον επισιτισμό, την υγεία. Μετά τον θάνατό του κατέλειπε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία την ιστορική οικία των Τζαβελλαίων, στο δεύτερο διάζωμα του Κάστρου μας, ενώ εν ζωή δώρισε στο Δήμο Ναυπάκτου την επονομαζόμενη σήμερα Πλατεία Τζαβελλαίων. Ο Δήμος Ναυπάκτου ανακήρυξε το στρατηγό Λάμπρο Τζαβέλλα ‘’μεγάλο ευεργέτη’’ της πόλης.

Γιάννης Φράγκος:      Γιος του Λάμπρου Φράγκου και της Αικατερίνης Πλαστήρα, κόρης του πληρεξούσιου βουλευτή Ναυπακτίας Ευθυμίου Πλαστήρα, που η φήμη του απλώθηκε στο πανελλήνιο με τη γνωστή του επιστολή στο Γεώργιο Α’, κληρονόμησε το αγωνιστικό φρόνημα και τη σύνεση του παππού του. Μετά το τέλος των γυμνασιακών του σπουδών, φοίτησε στη Σχολή Νομικών, Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ’ το οποίο αποφοίτησε με τιμητική για την επίδοσή του διάκριση. Υπάλληλος κατόπιν του Υπουργείου Οικονομικών διακρίθηκε για τις διοικητικές και οργανωτικές του ικανότητες, στην Υπηρεσία των Τελωνείων, λόγος για τον οποίο, με υποτροφία, συνέχισε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στο Πανεπιστήμιο των Παρισίων. Η ανάπτυξη και πρόοδος της τελωνειακής Υπηρεσίας και της σχετικής νομοθεσίας έχουν τη σφραγίδα της δημιουργικής του πνοής και της ακάματης πνευματικής του εργασίας, λόγος για τον οποίο η Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή Πειραιώς (Πειραϊκό Πανεπιστήμιο σήμερα) τον εξέλεξε τακτικό καθηγητή της, τίτλο που τον τίμησε με τις παραδόσεις και το επιστημονικό δημοσιευμένο έργο του, που αναφέρεται στη δασμολογική πολιτική, τις τελωνειακές ενώσεις και τις διεθνείς συναλλαγές, στα διεθνή τελωνειακά προβλήματα, στα μέτρα τελωνειακής και δασμολογικής φύσης για την ανάπτυξη της βιομηχανίας εξαγωγών κλπ.

Μελέτες του: «Πεπραγμένα της διεθνούς επιτροπής δασμολογίων και εμπορικών συμβάσεων, 1932-1940», «Τελωνειακαί και δασμολογικαί μελέται, 1946», «Τελωνειακή Οικονομία» 1959, «Τελωνειακή Τουριστική Πολιτική και Νομοθεσία», 1959, «Οι φόροι υπέρ τρίτων εν Ελλάδι» 1960, «Το πρόβλημα των εξαγωγών» 19-1, άρθρα σε ελληνικές εφημερίδες και περιοδικά.

            Διετέλεσε Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Βιομηχανίας το 1952, εκπροσώπησε δια τη χώρα μας σε διεθνείς διασκέψεις, μόνιμος αντιπρόσωπός της στον Όμιλο Μελετών Ευρωπαϊκής Τελωνειακής Ένωσης (1947-1953) και στη συνέχεια στο συμβούλιο Τελωνειακής Συνεργασίας, δύο φορές εκλεγμένος πρόεδρος της Επιτροπής Οικονομικών 1953-1954. Η σειρά των ελληνικών και ξένων παρασήμων, με τα οποία κατά καιρούς τιμήθηκε για τη συμβολή και τη δράση του επιβεβαιώνουν την ανεκτίμητη προσφορά του.

Νικόλαος Καραδήμας: Παρά την προσπάθειά μας δεν κατορθώθηκε να συγκεντρωθούν κάποια στοιχεία για το Ναυπακτίτη Νίκο Καραδήμα. Κοινός φίλος του έχει δώσει το 1946 ένα τυπωμένο μυθιστόρημά του με τον τίτλο «Συντρίμια της ζωής», στο Γιάννη Βαρδακουλά, που το παρουσίασε με τη σχετική κριτική από τις στήλες της εφημερίδας του Συλλόγου των Ναυπακτίων «Ναυπακτιακός Αγώνας» (Οκτώβρης 1946). Κάποιες πληροφορίες λέγουν ότι ήταν αστυνομικός «εξυγιανθείς», όπως τότε έλεγαν για τους απολυομένους λόγω αντιστασιακής δράσης, πληροφορία που επαναλαμβάνεται ως στοιχείο για την αναζήτησή του. Στο έργο του αποτύπωνε ένα από τα κοινωνικά δράματα, που μας παρουσιάζει η ζωή.

Σημ. Όποιος συντοπίτης μας, διαβάζοντας το σημείωμα αυτό έχει υπόψη του κάποια σχετικά με την καταγωγή, τη ζωή και το έργο του στοιχεία, παρακαλείται να ενημερώσει σχετικά την Εταιρεία Ναυπακτιακών Μελετών.