ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΒΑΡΔΑΚΟΥΛΑΣ

     Ο Ευθύμιος Βαρδακουλάς υπήρξε γόνος παλαιάς οικογένειας Ναυπακτίων, της οποίας μέλη συναντώνται, εγκατεστημένα στην πόλη μας, αμέσως μετά την απελευθέρωσή της από τον οθωμανικό ζυγό, το 1829. Συμβολαιογραφικές πράξεις, κατά τη μόλις μετά την απελευθέρωση εποχή, όπως και πίνακες των μαθητών του πρώτου αλληλοδιδακτικού σχολείου Ναυπάκτου, εμφανίζουν την οικογένεια Βαρδακουλά ήδη αποκαταστημένη στην πόλη μας και μάλιστα με ικανή οικονομική επιφάνεια, ενώ τέκνα της ξεχωρίζουν ως μαθητές.

            Αυτής της οικογένειας υπήρξε τέκνο ο Ευθύμιος Βαρδακουλάς. Γιος του Δημητρίου και της Ευφροσύνης γεννήθηκε στη Ναύπακτο το Δεκέμβριο του 1848. Έχοντας τελειώσει το γυμνασιακό κύκλο σπουδών, γράφτηκε το 1865, σε ηλικία μόλις 17 ετών, στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Από κείμενό του αντλούμε πληροφορίες για τη φοιτητική του ζωή στην πρωτεύουσα. Γράφει σχετικά: «αφού εγεύθην ουχί πλουσιοπαρόχως, ως πάντοτε, ανεχώρησα ίνα συνεχίσω τας μελέτας μου…» που επιβεβαιώνει, ότι από τη μικρή ακόμη ηλικία του ήταν εγκρατής σε σχέση με τα υλικά αγαθά, που τα θεωρούσε αναγκαία για τη συντήρηση και όχι για την απόλαυση, ενδιαφερόμενος για την πνευματική και ηθική του περισσότερο ολοκλήρωση. Τελειώνοντας τις διδακτορικές εξετάσεις του, συνέχισε τις μεταπτυχιακές σπουδές του πρώτα στη Βιέννη και ύστερα στο Παρίσι, διψώντας για την τέλεια επιστημονική του κατάρτιση. Έχοντας ολοκληρώσει τον κύκλο των σπουδών του, εγκαταστάθηκε ως γιατρός στη Ναύπακτο, όπου και παντρεύτηκε την Ασπασία Αθανασιάδη, μέλος της γνωστής οικογένειας Αθανασιάδη Νόβα.

            Μελετητής και ερευνητής, χάρη στις σπουδαίες μεταπτυχιακές του σπουδές, σε ιατρικά θέματα συνέγραψε δύο σπουδαία επιστημονικά συγγράμματα, για την εποχή του: Τη «Φοβοπάθεια» και την «Παιδιατρική» του, της οποίας, δυστυχώς, δεν έχει ανευρεθεί αντίτυπο, παρά τις καταβληθείσες κατά καιρούς προσπάθειες.

            Η «Φοβοπάθεια» υπήρξε πράγματι προδρομικό έργο για την εποχή του. όχι μόνο γιατί γράφει σχετικά στον πρόλογό του: «Εν Ελλάδι δυστυχώς, ουδείς πώποτε εγένετο λόγος περί της νέας ταύτης παθήσεως μέχρις εσχάτων, ούτε εν διατριβαίς επιστημονικαίς, αλλ’ ουδέ από διδασκαλίας υπό αρμοδίων προς τούτο», αλλά και διότι η Ιατρική Εταιρεία, πληροφορηθείσα σχετικά, αναζήτησε αντίτυπό της στην πόλη μας, κάνοντας σχετικό λόγο σε επιστημονική της Ημερίδα στην Αίθουσα του Παρνασσού, προ ολίγων χρόνων.

            Ο παθολογικός φόβος υπό την εκδήλωση της Αγοραφοβίας, θαλασσοφοβίας, υψοφοβίας, αιματοφοβίας, νεκροφοβίας, κλειστοφοβίας κ.λ.π. είναι το αντικείμενο της έρευνάς του, που ολοκληρώνεται με την παθογένεια της ασθένειας και την αιτιολογία της, την πρόγνωση και εξέλιξή της, τη διάγνωση και θεραπεία της, με πλούσια γαλλική και γερμανική βιβλιογραφία και με παραπομπές στον Σολομώντα, τον Όμηρο, τον Ιπποκράτη και το Γαληνό, απ’ τις οποίες αποδεικνύεται η ευρύτερη παιδεία και το ερευνητικό του πνεύμα.

            Ο Ευθύμιος Βαρδακουλάς έζησε αδιάλειπτα στη Ναύπακτο ως γιατρός μέχρι το θάνατό του τον Ιανουάριο του 1923. Σ’ όλο αυτό το μακρόχρονο διάστημα δεν άσκησε το επάγγελμα, αλλά το υψηλό και ανθρωπιστικό λειτούργημα του γιατρού, από μικρός ακόμη εμπνευσμένος και δεμένος με τα ανθρωπιστικά ιδεώδη, που δίνουν νόημα και περιεχόμενο στη σύντομη αυτή βιωτή μας. Υπεύθυνος έναντι του συνανθρώπου του ασθενούς, στάθηκε πλάι του, κάνοντας τον πόνο του δικό του πόνο μ’ ένα πνεύμα αλτρουισμού και αλληλεγγύης. Απλός, λεπτός στους τρόπους και την επικοινωνία με τους συνανθρώπους του, ακτινοβολούσε λεπτότητα και ευγένεια ψυχής. Με το ήθος και την ανθρωπιά του είχε γκρεμίσει τα κοινωνικά διαχωρίσματα και είχε πυργώσει τις γέφυρες της επικοινωνίας με κάθε άνθρωπο. Και όχι μόνο αυτό. Διέθετε όλη την περιουσία του, πληρώνοντας τα φάρμακα κάθε φτωχής οικογένειας, αναλαμβάνοντας τη διατροφή των αδύναμων, βάζοντας κάτω από το προσκέφαλο του ασθενούς, με πολλή διακριτικότητα, το βοήθημα για τη συντήρηση της δοκιμαζόμενης από τη φτώχεια, το χάρο, την ανέχεια οικογένειας, παρακολουθώντας, μέρα και νύχτα, την πορεία της ασθένειας και τις πολλαπλές της ανάγκες, για τις οποίες ήταν ο σιωπηλός παραστάτης και τροφοδότης, μη δεχόμενος την αντιμισθία για τις υπηρεσίες του. Δίδαξε με τον τρόπο, με τη συμπεριφορά του την αγάπη, την αρετή, την κοινωνική ευαισθησία και αλληλεγγύη στην πόλη και τα χωριά, και μάλιστα σε μιαν εποχή, που βασίλευε στους κατέχοντες η ασυγκινησία…

            Μιλώντας στον ιατρικό κόσμο της Κίου ως νομάρχης ο Θεμιστοκλής Αθανασιάδης και αναφερόμενος στο γιατρό Βαρδακουλά είπε, μεταξύ των άλλων:

            «Ήταν σοφός και μετριόφρων. Νεοϊπποκρατικός πολύ πριν εμφανισθεί ο νεοϊπποκρατισμός… είχε πάντοτε στο στόμα του το σύνθημα του Ιπποκράτη ‘‘μη βλάπτειν ει μη ωφελέειν…’’ δεν ήταν απλός γιατρός, ήταν σύμβουλος ψυχών, παρηγορητής και σωτήρ… δεν εθησαύρισε. Υπήρξε απείρως ευτυχέστερος από τους θησαυριστές. Έζησε λιτά και απέθανε πάμπτωχος. Ο θησαυρός του ήταν το σέβας και η τιμή και η συμπάθεια των ανθρώπων. Αμοιβή των θυσιών του η αθανασία της μνήμης του».

            Με αυτά τα προσόντα, με αυτές τις αρετές ανέβηκε τα σκαλοπάτια της κοινωνικής ιεραρχίας, όπως εμπεδώνεται στη συνείδηση του λαού, λόγος για τον οποίο πολιτογραφήθηκε από τους συμπολίτες του ως «ο πλούσιος ιατρός των φτωχών».

            Προς το τέλος της ζωής του, γέροντας που έσερνε με κόπο τα βήματά του, δεν εγκατέλειψε το χρέος του, τους ασθενείς του, παρά τις συστάσεις των φίλων και συναδέλφων του ν’ αποσυρθεί, απαντώντας, ότι το καθήκον του είναι ιερό και θα προτιμούσε το θάνατο επί των επάλξεων του λειτουργήματός του. Ακόμη και την τελευταία στιγμή της ζωής του, δέχτηκε στην επιθανάτια κλίνη του φτωχό χωρικό, στον οποίον προσέφερε, ως τελευταίο ασθενή του, τις υπηρεσίες του. Μάλιστα, την τελευταία αυτή συνταγή του ο φαρμακοποιός Ανδρέας Κοζώνης είχε αναρτήσει, μετά το θάνατό του, σε κεντρικό σημείο του φαρμακείου του «εις μνήμην του ιατρού Βαρδακουλά».

            Κάποτε έφθασε και για το γιατρό Ευθύμιο Βαρδακουλά ο θάνατος, από τον οποίο αρχίζει η συνέχεια της επιβεβαίωσης της δικαιωμένης προσωπικότητας και προσφοράς του.

            Από τον αθηναϊκό και πατρινό τύπο των πρώτων ημερών του Ιανουαρίου 1923 αντλούμε τις σχετικές με το θάνατο και την κηδεία του πληροφορίες:

            «Με πραγματικώς πρωτοφανή οδύνη εδέχθη η κοινωνία της Ναυπάκτου το άγγελμα του θανάτου του ιατρού Ευθυμίου Βαρδακουλά, άμα των οποίων ολόκληρος η πόλις εκινήθη προς την οικίαν του, δια να προσκυνήσει τον σεβαστόν νεκρόν του μεγάλου της αλτρουισμού…».

            «Σήμερον από πρωίας η πόλις εξύπνησε με βαρύ πένθος. Όλα τα καταστήματα κλειστά, αι σημαίαι μεσίστιοι, οι φανοί της πόλεως αναμένοι και περιβεβλημένοι πενθίμως, οι κώδωνες όλων των εκκλησιών ηχούν. Το Κοινοτικόν Συμβούλιον, ο Εμπορικός Σύλλογος, ο Ναυτικός Σύλλογος συνήλθον και εξέδωκαν ψηφίσματα συμμετοχής εις το πάνδημον πένθος. Καθ’ όλην την ημέραν όλη η πόλις, συν γυναιξί και τέκνοις, συνέρρεεν εις την οικίαν του νεκρού της δια να προσφέρη τα δάκρυα της ευγνωμοσύνης εις το σεπτόν του λείψανον. Και διεδραματίζοντο εκεί συγκινητικώταται σκηναί εις τας εκδηλώσεις του πόνου της απορφανισθείσης φτωχολογιάς.

            Μετά την μεσημβρίαν αφίκοντο εκ Πατρών οι επ’ αδελφοί ανεψιοί του μεταστάντος, καθώς και άλλοι συμπολίται της εν Πάτραις Ναυπακτιακής παροικίας, τιμώντες την μνήμην του αλησμονήτου νεκρού.

            Η εκφορά εγένετο την 3.30 μ.μ. με πρωτοφανώς επιβλητικήν δια την Ναύπακτον μεγαλοπρέπειαν. Προηγούντο διπλοί στίχοι στεφάνων και σταυρών, ήποντο μεσίστια τα λάβαρα των σωματείων, ηκολούθει η μουσική μπάντα των Πατρών και κατόπιν συντεταγμένοι οι μαθηταί των σχολείων. Ολόκληρος η πόλις, σύσσωμος, ηκολούθει το σεπτόν φέρετρον, το οποίον εβάσταζον αλληλοδιαδόχως εκλεκτοί συμπολίται, ανείχον δε τας ταινίας του οι ιατροί κ.κ. Χ. Τρικκαίος και Ν. Οικονόμου, ο πρόεδρος της Κοινότητος κ. Α. Κοζώνης και ο πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου κ. Λ. Φράγκος. Όλη η εκφορά δια μέσου της πενθοφορούσης πόλεως υπήρξεν εις άκρον συγκινητική καθώς η νεκρώσιμος ακολουθία, ήτις εψάλλη εις τον ασφυκτικώς πληρωθέντα ναόν του Αγίου Δημητρίου, υφ’ ολοκλήρου του κλήρου της Ναυπάκτου και των περιχώρων. Τον επικήδειον εξεφώνησεν ο κ. Γ. Αθανασιάδης - Νόβας, πλέξας το δίκαιον εγκώμιον του νεκρού, εξάρας το άφθαστον ηθικόν του μεγαλείον και διερμηνεύσας το κοινόν πένθος και την γενικήν οδύνην της πόλεως. Η μικρά μαθήτρια Κασσιανή Λ. Φράγκου απήγγειλε συγκινητικόν ποίημα.

            Ακολουθούντος όλου εκείνου του πλήθους, ο νεκρός του Ευθυμίου Βαρδακουλά συνωδεύθη μέχρι του Νεκροταφείου και υπό τας ευχάς του κλήρου, τους κοπετούς των γυναικών του λαού, τα δάκρυα όλων ανεξαιρέτως και τους αποχαιρετιστικούς ήχους των πενθίμων ανακρούσεων της μουσικής, εναπετέθη εις τον τάφον της οικογενείας Βαρδακουλά, τον οποίον εκάλυψεν ελαφρόν και δακρύβρεκτον το χώμα της Ναυπάκτου.

            Η ερίτιμος χήρα του μεταστάντος, αι οικογένειαι των Δημητρίου Βαρδακουλά, Βασιλείου Βαρδακουλά, Αθανασίου Βαρδακουλά, Αθανασιάδη - Νόβα και οικ. κ. Κ. Αλεξόπουλος και Γ. Πασπάτης εδέχθησαν τα συλλυπητήρια πάντων μετά δικαίας συγκινήσεως δια τας θερμοτάτας εκδηλώσεις.

 

 

Ο επικήδειος του Γ. Αθανασιάδη Νόβα:

 

            «Ουδέποτε θάνατος συνεκλόνισε γενικώτερον και βαθύτερον κοινωνίαν παρ’ όσον ο θάνατος του Ευθυμίου Βαρδακουλά. Από χθες το απόγευμα η μικρά μας κοινωνία ολόκληρος, από τον νεαρώτερον έφηβον μέχρι του γηραιοτέρου πρεσβύτου, αισθάνεται με μίαν καρδίαν και σκέπτεται με μίαν διάνοιαν. αισθάνεται δια να πονέση με το βαθύτερον άλγος, σκέπτεται δια να θαυμάση με την υψηλοτέραν έκστασιν…

            Ναι! Δεν επηγγέλετο μόνον την επιστήμην του, αλλ’ εδίδασκε το αγάπα τον πλησίον σου ως εαυτόν!

            Εξεστράτευσεν μέχρι της πλέον απομακρυσμένης καλύβης των προαστείων μας και ανήρχετο εις τα ύψη του φρουρίου και ηγείρετο δις και τρις της νυκτός και ηγρύπνει μέχρι πρωίας και οκτάκις της ημέρας επεσκέπτετο τους ασθενείς του, πάντα ταύτα δε μέχρι της χθες, υπερεβδομηκοντούτης ήδη, χωρίς καμμίαν επιθυμίαν κέρδους, χωρίς καμμίαν διάθεσιν απολαβής! Όχι μόνον την αμοιβήν των κόπων του δεν εδέχετο να λαμβάνη από τους πτωχούς του, αλλά και τα φάρμακα προσεπόριζεν εις αυτούς δωρεάν, αλλ’ ακόμη και χρήματα κατέλειπε παρά το προσκέφαλον του ασθενούς, όταν εμύριζεν ότι θα ηδυνάτει να προμηθευθή ούτος την διαταχθείσαν εκλεκτοτέραν τροφήν!…

            Κατά τοιούτον τρόπον ο επιστήμων ετελειούτο από τον άνθρωπον και η φυσιογνωμία του Ευθυμίου Βαρδακουλά, αθορύβως και αφανώς, αλλά σταθερώς και αδιαταράκτως, εδέσποζεν εις την κοινωνίαν μας.

            Και έξω δε της επαγγελματικής του δράσεως ο κοινωνικός άνθρωπος και ο χρηστός πολίτης απέμενε μοναδικός και υπέροχος. Η μεγάλη πείρα των ανθρωπίνων πραγμάτων, αι ευρείαι γνώσεις του και η ανωτέρα ιδιοσυγκρασία του, τον είχον προικίσει με βαθεία φιλοσοφική διάθεση, δια της οποίας εμόρφωσεν υψηλήν και φωτεινήν αντίληψιν ζωής. Και προσητένιζε πάντοτε την ζωήν με αδιακύμαντον γαλήνην, πάσχων δια τους άλλους και ουδέποτε δι εαυτόν, ανώτερος πάσης ιδιοτελείας και παντός υλικού αγαθού, υπέρτερος πάσης ανθρωπίνης αθλιότητος…

            Και τοιούτος ων, αντί να πλουτίσει, ως υπεβοήθουν τα πάντα, απώλεσεν και αυτήν την υλικήν του φθαρτήν περιουσίαν, δια να θησαυρίσει κολοσιαίαν ηθικήν τοιαύτην, άφθαρτον και ακατάλυτον…

            Ηγάπα μετά πάθους την μεγάλην του πατρίδα και επόνει ολοψύχως την μικράν του γενέτειραν… Αλλ’ ενώ ως άτομον εθυσίαζεν τα πάντα υπέρ των ευγενών του σκοπών, ως πολίτης ουδέποτε ηθέλησε ν’ αναμιχθή εις την διοίκησιν των κοινών, αποφεύγων τας προστριβάς και τας αντεγκλίσεις, τας οποίας η ευγενής του ιδιοσυγκρασία δεν ηνείχετο, αποφεύγων όμως ακόμη περισσότερον, εν τη ειλικρινή μετριοφροσύνη του, και να προκαλέση την ηθικήν απότισιν των προς αυτόν οφειλομένων παρ’ όλων μας μυρίων υποχρεώσεων. Δεν ήθελε ποτέ να μειώση την ανιδιοτέλειαν και το ανυστερόβουλον των πολυτίμων υπηρεσιών του…

            Έζησες καθώς ηθέλησεν η μεγάλη Σου ψυχή να ζήσης και απέθανες ως ήξιζεν εις την πολύτιμον ζωήν Σου. Και ως αξίζει πράγματι εις το υπεράνθρωπον ηθικόν Σου μεγαλείον, απέρχεσαι του κόσμου τούτου ευτυχέστατος, προπεμπόμενος με πάσαν δυνατήν εκδήλωσιν τιμής και ευγνωμοσύνης υφ’ ολοκλήρου της κοινωνίας, εν μέσω της οποίας έζησες αποβάς ο κορυφαίος αυτής…»

            Στον επικήδειό του ο Ιωάννης Δήμου Φαρμάκης, τέκνο της ιστορικής οικογενείας, επισημαίνει:

            «Σεμνός το ήθος, ευγενής τους τρόπους, πολυμαθής την γνώσιν, εγκρατέστατος εν τη επιστήμη, την ζωήν του ολόκληρον αφιέρωσεν εις το ευ ποιείν. Ουδέποτε φιλοξενήσας εν τη διανοία του σκέψιν κέρδους ή ματαιοδοξίας, ειργάζετο ακαμάτως, πολεμών λυσσωδώς την ανθρωπίνην δυστυχίαν, ενθαρρύνων πολυτρόπως τους αδυνάτους της ζωής ως προστάτης και αληθής πατήρ πάντων αδιακρίτως, δι’ Αυτόν «ουκ ην δούλος, ουκήν Ιουδαίος». Μακράν του ν’ απογοητευθή από τας συμφυείς τη ανθρωπίνη ζωή τρικυμίας, έγνω μετ’ αποφασιστικής αυταπαρνήσεως να τας υπερπηδήση νικηφόρως και να συνεχίση εντονώτερον το θεάρεστον έργον του, διότι η Μεγάλη ψυχή του οισρηλατείτο από το δαιμόνιον των σπανιωτέρων εκδηλώσεων ανθρωπίνης υπεροχής. Η σεμνή και γαλήνιος μορφή του ιατρού Βαρδακουλά ίστατο εν τω μέσω της χειμαζομένης συγχρόνου Κοινωνίας, των διασταυρουμένων παθών, διδάσκουσα εν έργοις και βροντοφωνούσα δια του παραδείγματός της τα άφθαστα ρήματα του Θεανθρώπου «Αγαπάτε αλλήλους» και «βοηθείτε τους αδυνάτους»…

            Η ιδιαιτέρα μας πατρίς δεν έχει να επιδείξη μέχρι σήμερον περίπτωσιν τέκνου της, όπερ εν μεν τη ζωή ομοθύμως ελατρεύθη, μετά δε τον θάνατον απεθεώθη».

            Η πόλη της Ναυπάκτου, αποτίουσα τον οφειλόμενο φόρο τιμής και ευγνωμοσύνης προς τον ιατρό Ευθύμιο Βαρδακουλά ανήγειρε με παναυπακτιακό έρανο, στον οποίο πρωτοστάτησαν τα εργατικά σωματεία της πόλης μας, την προτομή του, η οποία έχει τοποθετηθεί σε περίοπτο σημείο, μπροστά στο Δημαρχείο, για να υπενθυμίζει στους συμπολίτες την ευγενή φυσιογνωμία του αλτρουιστή γιατρού, που την υπηρέτησε αφιλοκερδώς επί μία πεντηκονταετία.      Τελειώνοντας την εισήγησή μου αυτή, θεωρώ χρέος να επαναλάβω ένα μικρό απόσπασμα από την έκδοση της Παπαχαραλαμπείου Βιβλιοθήκης μας στη μνήμη του, που έχει γράψει ο συμπολίτης μας Γιάννης Βαρδακουλάς για τη σύζυγο του γιατρού Ασπασία:

            «Πέθανε χωρίς ποτέ ν’ αγανακτήσει για την μετά το θάνατο του συζύγου της υλική δοκιμασία της. Σεμνή, καρτερική, απλή, αξιοπρεπέστατη, υπερήφανη για τον άνδρα της και την όλη δράση του, που ήταν γι’ αυτή και δικό της γέρας, καθώς τον συντρόφεψε πιστά και αφοσιωμένα στις χαρές και τις λύπες της ζωής.