Μαρία Σφήκα

Η Μαρία Σφήκα γεννήθηκε το 1969 στη Λαμία. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Με την ποίηση ασχολείται από μικρή ηλικία. Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά(«Φθιωτικός λόγος», «Εμβόλιμον», «Έκφραση», «Τετράμηνα» και άλλα), καθώς και σε συλλογικές εκδόσεις ποιητών της Στερεάς Ελλάδας. Έχουν παρουσιαστεί επίσης στο Συμπόσιο Ποίησης της Πάτρας.  

Στα γράμματα εμφανίστηκε επίσημα το 2006 με την πρώτη της ποιητική συλλογή, τον «Υποκειμενικό Κήπο», και το 2011 ακολούθησε η δεύτερη, με τον τίτλο «Εισαγωγή στις πονηρίες της χαράς» (Εκδόσεις Οιωνός).

Το 2010 απέσπασε το Α΄ βραβείο ποίησης της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών με το ποίημά της «Το πολύ και το λίγο» και το 2011 το Β΄ βραβείο στον 3ο Πανελλήνιο Ποιητικό διαγωνισμό «Κώστας Χατζόπουλος» με το ποίημα «Σύνοψις περασμένου Αυγούστου».

Το 2014 απέσπασε το Α΄ βραβείο στον 3ο Πανελλήνιο Ποιητικό Διαγωνισμό «Ελικών» με το ποίημα «Στο ανθοπωλείο». Tην ίδια χρονιά συνολική παρουσίαση του έργου της συμπεριλήφθηκε στο πρόγραμμα των εκδηλώσεων «Ημέρες Ποίησης» του βιβλιοπωλείου «Πολύεδρον» στην Πάτρα.

Το 2015 διακρίθηκε με Α΄ τιμητικό έπαινο στον 20ό Πανελλήνιο Ποιητικό Διαγωνισμό «Κούρος Ευρωπού» για την ανέκδοτη ποιητική συλλογή «Καιρός του λίθους συναγαγείν και άλλα ποιήματα» και την ίδια χρονιά απέσπασε Α’ τιμητικό έπαινο στον 4ο Πανελλήνιο Ποιητικό Διαγωνισμό «Ελικών» για το ποίημα «Άνοιξη». Στις 22 Μαρτίου του τρέχοντος έτους θα βραβευτεί από την Ιαπωνική Πρεσβεία στα πλαίσια του 2ου Πανελλαδικού Διαγωνισμού Χάϊ-Κου .

Η Μαρία από το 2003 που διορίστηκε, ζει μόνιμα στη Ναύπακτο και υπηρετεί στο 1ο Γυμνάσιο .

Επιχειρήσαμε μια «εφ’ όλης της ύλης» συνέντευξη με αφορμή την επικείμενη βράβευσή της στις 22 Μαρτίου στην Ιαπωνική Πρεσβεία στην Αθήνα αλλά και την παρουσίαση-τιμητικό αφιέρωμα που πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 11 Μαρτίου 2017 από τον Σύνδεσμο Φιλολόγων στην Παπαχαραλάμπειο Βιβλιοθήκη Ναυπάκτου στα πλαίσια του επιμορφωτικού σεμιναρίου «Διδάσκοντας Γλώσσα και Λογοτεχνία».

Χαμηλών τόνων η ίδια, «από ιδιοσυγκρασία αλλά και από επιλογή», θεωρεί ότι η φυσική θέση του λογοτέχνη και μάλιστα αυτού που ασχολείται με την ποίηση, δεν είναι το επίκεντρο, τα φώτα της δημοσιότητας, αλλά η γωνιά, «η θέση του παρατηρητή», του «καταγραφέα σημείων και θαυμάτων» όπως αναφέρει χαρακτηριστικά σε ένα της ποίημα.

-Γιατί θεωρείς, Μαρία, ότι η θέση του ποιητή είναι στο περιθώριο, κατά κάποιον τρόπο, της πραγματικής ζωής;

- «Όχι ακριβώς στο περιθώριο, στο όριο. Προσωπικά έχω επιλέξει τη διακριτική απόσταση γιατί με βολεύει: μου εξασφαλίζει την πιο ευρυγώνια και πανοραμική θέα. Παίρνοντας απόσταση από τα πράγματα, διατηρείς προνόμια: καθαρό βλέμμα, εσωτερική γαλήνη για ν’ αφουγκραστείς τις πιο ανεπαίσθητες κινήσεις και μεταβολές μέσα σου αλλά και έξω από σένα, την πολυτέλεια να επεξεργάζεσαι και να καταγράφεις με την ησυχία σου τα ερεθίσματα και τις εντυπώσεις που σου προσφέρει η πραγματικότητα. Η ζωή του ποιητή, θεωρώ ότι είναι μια ζωή «ησυχασμού» με την Παπαδιαμαντική, κοσμο-καλογερίστικη έννοια. Δεν μπορείς να είσαι εσωτερικά εστιασμένος σ’ αυτόν τον πολύ απαιτητικό (και ενίοτε ψυχοφθόρο) διάλογο με τον εαυτό που απαιτεί η ποίηση, και ταυτόχρονα να είσαι εξωτερικά διασπασμένος. Αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι απέχεις από τη δράση: μπαίνεις κι εσύ σαν όλους τους άλλους στο θορυβώδες ρεύμα της ζωής, εκεί που όλα συμβαίνουν. Το κάνεις όμως συνειδητά και κατά παραχώρηση: δεν αφήνεσαι να παρασυρθείς, ο νους σου πάντα είναι στις λέξεις, στο πως θα εκφράσεις και θα μεταδώσεις την εικόνα και τη συγκίνηση, στο πότε θα γυρίσεις στο γραφείο σου και θα κάτσεις κάτω με μολύβι και χαρτί να βάλεις σε τάξη τον κόσμο... Το παίρνεις απόφαση, απλά, πώς έχεις δυο ζωές , και πως η μια συνεχώς τροφοδοτεί την άλλη. Δεν είναι δυνατόν να συμφύρεσαι με τα τρέχοντα και τα επίκαιρα και τα καιρικά, να βρίσκεσαι σε συνεχή πολυδιάσπαση και ταυτόχρονα να διατηρείς την ιδιαίτερη εκείνη εσωτερική σιωπή που χαρακτηρίζει την ποιητική ματιά απέναντι στα πράγματα. Το να γράφεις, και ιδιαίτερα το να γράφεις ποίηση προϋποθέτει μια κάποια ενδοστρέφεια και εσωτερική εστίαση, μια βύθιση στον εαυτό. Πρέπει ν’ αφήνεις τα πράγματα να κατακάθονται γλυκά κι όμορφα μέσα σου, να καθιζάνουν χωρίς βία, κι αυτό θέλει χρόνο και αυτοσυγκέντρωση και ηρεμία.

-Έστω κι αν αυτό σημαίνει κάποια αποστασιοποίηση ή απόσυρση στη «γωνιά του παρατηρητή»;

-Απ’ τη ζωή δεν γίνεται να αποστασιοποιηθείς, δε σ’ αφήνει άλλωστε η ίδια η ζωή με τη δυναμική της. Αλλά ακόμη κι όταν ζεις έντονα, πάλι για τη γραφή φροντίζεις. Αφήνεσαι να παρασυρθείς, γνωρίζοντας όμως σ’ ένα δεύτερο, υποσυνείδητο επίπεδο πως μαζεύεις ακατέργαστο ποιητικό υλικό για μελλοντική χρήση.

-Πώς αρχίζει λοιπόν ένα ποίημα;

-Αρχίζει όταν έχει μαζευτεί μέσα σου υλικό. Νιώθεις βαρύς, το καταλαβαίνεις ότι κάτι σου συμβαίνει. Θα τολμούσα να πω ότι το νιώθεις ακόμη και σε σωματικό επίπεδο. Μια δυσφορία, ένα βάρος, μια ανάγκη έκφρασης που δεν υπολογίζει κανέναν και τίποτε όταν έρθει η ώρα της. Ούτε το φαγητό που είναι στη φωτιά, ούτε την κοινωνική εκδήλωση που έχεις υποσχεθεί να πας. Έρχεται τις πιο ακατάλληλες ώρες αυτή η συνάντηση με τον εαυτό. Και δεν συγκρατιέται, δεν αναχαιτίζεται. Πρέπει εκείνη τη στιγμή να κάτσεις κάτω ή να βγάλεις επιτόπου το μπλοκάκι, γιατί το κύμα αυτό το ψυχικό που έχει σχηματιστεί και σε ταξιδεύει σαν τον σέρφερ μπορεί να μην ξανάρθει. Μιλώ για εκείνη η ευλογημένη, ώριμη στιγμή που, ξαφνικά, όλα ενοποιούνται σε κατανόηση. Είναι μια μυστικιστική σχεδόν εμπειρία. Έρχεται και σ’ αρπάζει, κι εσύ πρέπει ν’ αφεθείς, ν’ ακολουθήσεις. Και είσαι ευγνώμων, μέχρι δακρύων, γιατί βαθιά μέσα σου ξέρεις ότι δεν είναι δικά σου αυτά που γράφεις, ότι έχεις γίνει «σκεύος εκλογής» ότι κάτι άλλο μιλάει μέσα από σένα. Κάτι μεγαλύτερο, συμπαντικότερο- πές το συλλογικό ασυνείδητο ή αταβιστικά, γλωσσική κληρονομιά, ή βαθύτερα στρώματα του εαυτού ή Θεό ή δεν ξέρω εγώ τί άλλο. Εκείνη τη στιγμή είσαι στο έλεος μιας «υφαρπαγής»: εσύ είσαι, ο ίδιος, που μιλάς, αλλά ταυτόχρονα διασταυρώνονται μέσα σου και παλεύουν και αναζητούν έκφραση τιτάνιες δυνάμεις που δεν ελέγχεις. Σχεδόν πάντα το καταλαβαίνεις πότε έχεις γράψει κάτι καλό: νιώθεις μετά άδειος, έρημος, σαν πεδίο μάχης που καπνίζει. Απόλυτα εξουθενωμένος.

-Από την έμπνευση ως το ποίημα είναι πολύς ο δρόμος;

-Εξαρτάται. Και μιλάω πάντα για μένα, για να μην παρεξηγηθώ. Κάθε ποιητής είναι εμπειροτέχνης της γραφής του. Υπάρχουν κάποια που βγαίνουν σχεδόν έτοιμα, και με τον τίτλο τους ακόμα. Κάποια άλλα βιάζονται, θέλουν να δουν γρήγορα το φως, και βγαίνουν εφταμηνίτικα. Ε, αυτά πρέπει να τα βοηθήσεις με λίγη δουλίτσα. Δουλειά πάνω στην διατύπωση εννοώ, γιατί το ποίημα είναι ήδη γραμμένο μέσα σου. Προσωπικά, αγαπώ τα εφταμηνίτικα, γιατί δουλεύοντάς τα διατηρώ μεγαλύτερο έλεγχο πάνω τους, δεν είναι αυτό το τρομακτικό άφημα στο ένστικτο, στη γλώσσα, σε δυνάμεις ασυνείδητες έξω από σένα.

-Όταν γράφεις σε ποιούς απευθύνεσαι, ποιοί είναι οι παραλήπτες των ποιημάτων σου;

-Στον μέσο αναγνώστη φυσικά. Ο οποίος έχει όμως κάποια γλωσσική επάρκεια. Μ’ αυτό δεν εννοώ τον ακαδημαϊκό, ντε και καλά, αναγνώστη με τα τρία πτυχία, δεν απευθύνομαι στους λογιότατους και τους θεωρητικούς «δήθεν» που διυλίζουν αυτό που διαβάζουν σε τέτοιο βαθμό που χάνουν κάθε χαρά. Η πρόσληψη του ποιήματος, η κατανόησή του ή και μόνο η απόλαυσή του χωρίς το εκατό τοις εκατό της κατανόησης-γιατί και αυτό υπάρχει στην τέχνη-, δεν πρέπει να εκβιάζεται μέσα από αφαιρέσεις και θεωρητικά μοντέλα. «Νιώθω ένα ρίγος , με κάνει να αισθάνομαι κάπως αλλιώς μέσα μου...» μου έλεγε τις προάλλες τηλεφωνικά μια αναγνώστρια. Αυτό είναι και η επιτυχία του ποιήματος: να δημιουργεί τόσο έντονες συγκινησιακές μεταβολές και αντιδράσεις που, σχεδόν, να σωματοποιούνται. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, ποιητές και αναγνώστες, ότι η ποίηση διαβάζεται με τα νεύρα. Όχι με τα μάτια, ούτε με το μυαλό. Αυτή είναι για μένα και η ειδοποιός διαφορά που ξεχωρίζει ένα καλό από ένα κακό ποίημα: πολλές φορές γράφουμε εμείς οι ποιητές έξυπνες στιχοπλοκίες που είναι, ωστόσο, κακά ποιήματα. Γιατί δεν στοχεύουν εκεί που πρέπει, ποντάρουν στην ωραιολογία ή στον εύκολο εντυπωσιασμό, δεν προτείνουν μια άλλη ανάγνωση της πραγματικότητας, δεν έχουν ψυχή.

-Και τα παιδιά; Διδάσκεις σε σχολείο. Πόση ποίηση περνάει τελικά στα παιδιά;

-Προσωπικά, προσπαθώ όσο μπορώ να τους περνάω έναν διαφορετικό τρόπο να βλέπουν τα πράγματα. Η ποιητική ματιά είναι μια διερευνητική ματιά του κόσμου γύρω μας, μια ματιά ανίερη και ανακαλυπτική. Αλλά και η γνώση που προσφέρεται στο σχολείο έτσι (πρέπει να) είναι. Προσπαθώ λοιπόν, κατ’ αρχήν να τα μάθω «πώς να βλέπουν», να παρατηρούν τις «σπαρακτικές λεπτομέρειες των πραγμάτων», όπως λέω σ’ ένα μου ποίημα. Να μην περνούν απλώς αδιάφορα μπροστά απ’ τη ζωή που συμβαίνει: να είναι ζωντανά, συνειδητά, όχι υπνοβάτες. Να παρατηρούν, να αισθάνονται και ν’ αντιδρούν. Σε κάποια παιδιά, αυτό θα ανοίξει και τους δρόμους της έκφρασης. Αυτή η εξάσκηση στην παρατηρητικότητα φέρνει σιγά - σιγά και την εκλέπτυνση του εσωτερικού κριτηρίου, την «ποιητική ματιά» στα πράγματα. Και η ποιητική ματιά, είναι σχεδόν πάντα μια ανατρεπτική ματιά, μια ματιά αλλαγής. Αυτά όλα, βέβαια, περνούν στα παιδιά έμμεσα: με το παράδειγμα, κάποιες τάχα τυχαίες παρατηρήσεις ή λογοπαίγνια, με τη χιουμοριστική-δημιουργική χρήση της γλώσσας, μέσα στο μάθημα αλλά και σε άτυπες μορφές διδασκαλίας όπως τα Περιβαλλοντικά Προγράμματα.

Ανεπαίσθητα λοιπόν προσπαθώ, όσο μπορώ, να τους μεταδώσω μια ποιητικότερη αίσθηση της ζωής. Θεωρώ ότι αυτό είναι προτεραιότητα: η εκλέπτυνση, το ραφινάρισμα των φίλτρων μέσα απ’ τα οποία τα παιδιά προσλαμβάνουν την πραγματικότητα. Όσον αφορά τα δικά μου ποιήματα τώρα, κάποιοι συνάδελφοι (και με τιμά εξαιρετικά αυτό) έχουν επιχειρήσει να τα διδάξουν πειραματικά και στην τάξη σαν παράλληλα κείμενα στο μάθημα της λογοτεχνίας. Εγώ πάντως, μάλλον αποφεύγω να αποκαλύπτομαι ποιητικά μπροστά στους μαθητές μου. Με πιάνει μια συστολή. Τα παιδιά έχουν ένστικτο όμως, και καταλαβαίνουν. Αντιλαμβάνονται την αγωνία μου να τα κάνω να «δουν» διαφορετικά τον κόσμο και τον εαυτό τους. Γιατί, αλίμονο αν επαναπαυτούν τα παιδιά και αρκεστούν στην «στάση των πραγμάτων». Τότε σαπίζει άγουρο το μέλλον.

-Τί σχέση έχει η ποίηση με την πολιτική; Είσαι υπέρ αυτού που λέγεται «στρατευμένη» ποίηση;

Το να γράφεις ποίηση, όπως και το να διαβάζεις ποίηση είναι μια εξορισμού πολιτική στάση. Δηλώνει μια έλλειψη ικανοποίησης από την πραγματικότητα κι αποτελεί το πρώτο βήμα για την αλλαγή. Δείχνει ότι δεν αρκείσαι στην «στάση των πραγμάτων», το τεμπέλικο βόλεμα και την επανάπαυση σε δόγματα. Η ποιητική ματιά είναι σχεδόν πάντα μια ανίερη, αιρετική ματιά. Αναποδογυρίζει την πραγματικότητα με τις λέξεις και δημιουργεί νέες «ιερότητες», πιο σύμφωνες με την αλήθεια στα σωθικά μας. Με αυτή την έννοια, η αληθινή ποίηση είναι εγγενώς στρατευμένη: κοιτάει ψηλά και μακρυά, πέρα και πάνω από την ψευδοευφορία του πρόσκαιρου και τους κοινωνικούς συμβιβασμούς.

Υπερασπίζεται όλους τους χαμένους σκοπούς, επιτίθεται με λύσσα σε ό,τι προσβάλλει και πληγώνει τον βασικό μας ανθρωπισμό. Βγάζει νύχια και δόντια και παλεύει μέχρι εσχάτων ακόμη κι όταν η μάχη είναι εξαρχής χαμένη.

-Και μια τελευταία ερώτηση: Ακόμη και σήμερα, την εποχή της ύφεσης και της κρίσης, εκδίδεται πληθώρα ποιητικών βιβλίων από τα οποία λίγα αναγνωρίζονται και ακόμη λιγότερα πουλιούνται. Πώς εξηγείται αυτή η αναντιστοιχία; Φταίνε οι όροι της αγοράς ή η στάθμη της παιδείας μας;

-Η ποίηση πάντα ήταν το «σημείο αντιλεγόμενο» της λογοτεχνίας ίσως λόγω της συμπύκνωσής της που δυσκολεύει την πρόσληψη και του ακραίου, πολλές φορές ερμητικού, υποκειμενισμού της. Γι’ αυτό είχε πάντα μόνο εχθρούς κι εραστές, δηλαδή φανατικούς πολέμιους και φανατικούς υποστηρικτές, τόσο ανάμεσα στους γράφοντες όσο και στο αναγνωστικό κοινό. Η ελαστικοποίηση των κανόνων της σύνθεσης με το μεταμοντερνιστικό πείραμα, οδήγησε σε μιαν άκριτη ελευθεριότητα κι έκανε ξαφνικά την ποίηση ελκυστική σαν είδος σε όλους όσους ήθελαν να εκφραστούν, με αποτέλεσμα τη διόγκωση της παραγωγής ενός αμφίβολου ποιοτικά υλικού. Ποιητικές συλλογές κάθε χρόνο βγαίνουν πολλές: αυτό είναι αναμενόμενο σε μια νεοφιλελεύθερη αγορά όπου και το βιβλίο αποτελεί καταναλωτικό αγαθό. Κάποιες όμως ξεχωρίζουν και, τις περισσότερες φορές, - άν στέκουν με τα δικά τους κουράγια κι όχι με τα δεκανίκια του μάνατζμεντ των εκδοτικών οίκων-, αξίζουν τον κόπο. Ε, οι ποιοτικές δουλειές και απορροφούνται από την αγορά και συνήθως κάνουν και επανεκδόσεις. Τώρα, όσον αφορά τη στάθμη της παιδείας μας, φταίει κι αυτό -το διαπιστώνω καθημερινά στο σχολείο- αλλά πάντοτε έτσι δεν ήταν τα πράγματα; Εννοώ ότι πάντα η ποίηση είχε το ολιγάριθμο, φανατικό κοινό της και ποτέ δεν «έκανε νούμερα», ποτέ δεν ήταν το εμπορικό είδος στο οποίο πόνταραν οι εκδοτικοί και οι βιβλιοπώλες.

-Ποιά είναι τώρα τα επόμενα βήματα και οι στόχοι σου;

- Έχω ολοκληρώσει την τρίτη συλλογή, αλλά δεν έχω καταλήξει ακόμη σε τίτλο ούτε στον σχεδιασμό του εξωφύλλου. Περιμένω να ωριμάσουν μέσα μου, αν κι έχω την αίσθηση ότι αυτό το καινούριο βιβλίο είναι μια τομή σε σχέση με τα δυο προηγούμενα, με την έννοια ότι είναι ευδιάκριτη μια μετάβαση. Παράλληλα, μιλάω με εκδοτικούς οίκους σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, παίρνω προσφορές, συζητώ όρους διακίνησης... Και φυσικά, εξακολουθώ να μουτζουρώνω τα χαρτιά μου.

Κλείνοντας αυτή τη συνέντευξη θα ήθελα να ευχαριστήσω τους συναδέλφους του Συνδέσμου Φιλολόγων Ναυπακτίας για την τιμή που μου έκαναν το περασμένο Σάββατο, ιδιαίτερα την κα Έφη Σταυρογιαννοπούλου, φιλόλογο-θεατρολόγο, που σήκωσε το κύριο βάρος της εκδήλωσης με την παρουσίαση και τις απαγγελίες της, το προσωπικό της Παπαχαραλάμπειου Βιβλιοθήκης αλλά και τον κο Γιάννη Χαλάτση προσωπικά ο οποίος εμπνεύστηκε και βοήθησε να πραγματοποιηθεί αυτή η συζήτηση. Πραγματικά, αυτή η εκδήλωση ήταν μια ξεχωριστή στιγμή για μένα. Θέλω ακόμη να εκφράσω τη χαρά μου που δικαιώνομαι στην επιλογή μου αυτής της πόλης ως μόνιμου τόπου κατοικίας: η Ναύπακτος απέδειξε για μια ακόμη φορά ότι είναι για μένα αυτό που συμβολίζουν οι λιμενοβραχίονές της: μια μεγάλη, ανοιχτή αγκαλιά...

 

Η σελίδα λειτουργείται καθ’ εκάστην.

Δουλειά της ποίησης είναι

να μαζεύει πάλι πίσω

την πραγματικότητα που ξετυλίχτηκε

στο παντοδύναμο κουβάρι

των δυνατοτήτων.

Να ξαναβάζει το λουλούδι

στο θηκάρι του.

Το κελάιδημα στ’ αυγό του.

Τις εικόνες των αγίων

στους ρόζους των δέντρων.

Τον γέροντα στις φασκιές του.

Τις πανηγύρεις των συμφορών

στην πρώτη ελπίδα.

Κυρίως, ν’ ανασταίνει

κάθε χλωρότητα

που εξηράνθη.

Κι όχι περίπου.

Ακριβώς.

Πρέπει ακριβώς να ειπωθεί,

αυτό που πάνω απ’ τις λέξεις

περιίπταται.-

(Απόσπασμα από το ποίημα «Καθ’ εκάστην», από την ποιητική συλλογή «Εισαγωγή στις πονηρίες της χαράς»)