Η Ναύπακτος θεωρείταν σε όλες τις εποχές της Αρχαιότητας και του Μεσαίωνα ως πόλη μεγάλης ναυτικής σημασίας. Οι λόγοι που συνετέλεσαν σ’ αυτό ήταν αφ’ ενός μεν η θέση της Ναυπάκτου στα δυτικά της εισόδου του Κορινθιακού κόλπου, που ήταν η μόνη είσοδος μέχρι το τέλος του 19ου αι. μ.Χ., οπότε ανοίχθηκε η διώρυγα της Κορίνθου, αφ’ ετέρου δε ο φυσικός οχυρός χώρος, όπου διαμορφώθηκε το ασφαλές λιμάνι της και το δυσάλωτο Κάστρο της.

Στη μακραίωνη ζωή της πολλές φυλές και λαοί πέρασαν από εδώ, άλλοι σαν λαίλαπα περαστική κι άλλοι για μονιμότερη εγκατάσταση. Μονιμότεροι ήσαν οι Λέλεγες, οι Ηρακλειδείς ή Δωριείς, οι Μεσσήνιοι κ.λ.π. Σαν επιδρομείς πέρασαν οι Μακεδόνες, οι Ρωμαίοι, οι Γότθοι, οι Ούννοι, οι Σλάβοι, οι Αλβανοί, οι Νορμανδοί, οι Φράγγοι, οι Ενετοί, οι Τούρκοι, οι Αλγερινοί πειρατές και άλλοι.

Το Κάστρο. Η κορυφή του πυραμοειδούς λόφου που δεσπόζει στην πόλη σε υψόμετρο περίπου 2ΟΟ μέτρων, περικλείεται από κυκλικό τείχος διαμέτρου εκατό μέτρων. Δυο βραχίονες που ακολουθούν την κλίση του εδάφους κατεβαίνουν ο ένας ανατολικά και ο άλλος δυτικά και, αφού καμφθούν, πλησιάζοντας ο ένας τον άλλον με δυο πύργους κλείνουν την είσοδο του μικρού λιμανιού. Τέσσερα εγκάρσια τείχη (διατειχίσματα) ενώνουν αυτούς τους δύο βραχίονες, σχηματίζοντας από την κορυφή έως την θάλασσα πέντε αμυντικές ζώνες ή διαζώματα ή περιβόλους. Ο καθένας από τους πέντε αυτούς περιβόλους είναι ένα ανεξάρτητο φρούριο, το οποίο μειώνεται σε έκταση όσο πλησιάζουμε την Ακρόπολη, στην κορυφή του λόφου.

Οι μεγαλοπρεπείς οχυρώσεις της Ναυπάκτου, που οφείλονται σε διαδοχικές κατασκευαστικές φάσες και κλιμακώνονται από την αρχαιότητα έως και την Τουρκοκρατία, παρά τις καταστροφές και φθορές που έχουν υποστεί, αποτελούν ένα από τα πιο σημαντικά και καλοδιατηρημένα παραδείγματα φρουριακής αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα. Σήμερα το κάστρο της Ναυπάκτου σώζεται στην Μεσαιωνική του μορφή σε πολύ καλή κατάσταση. Παρακάτω θα γίνει μια προσπάθεια να περιγραφεί η μορφή του κάστρου από τους αρχαίους χρόνους μέχρι τις μέρες μας.

 

ΚΛΑΣΣΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ. Το αρχαίο τείχος της πόλης φαίνεται πως, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, ταυτιζόταν με το μεσαιωνικό τείχος. Όμως, τουλάχιστον στο ανατολικό τμήμα του, το αρχαίο τείχος δαφοροποιείταν σημαντικά, αφού περιέβαλε και το τμήμα της πεδιάδα το οποίο αναπτυσσόταν μέχρι τους χαμηλούς λόφους. Η ρήση του Θουκυδίδη «μεγάλου όντος του τείχους[1]», καθώς και οι έμμεσες πληροφορίες από άλλους συγγραφείς[2], που αφήνουν να φανούν τα σοβαρά πλεονεκτήματα ασφαλείας που παρείχε για την άμυνα της πόλης το μεγάλο μήκος των τειχών της και η ακρόπολη μπορούν να στοιχειοθετηθούν. [3]

Οι Πελασγοί φαίνεται ότι οχύρωσαν πρώτοι τη Ναύπακτο και κυρίως την Ακρόπολη. Το πρώτο αυτό αρχαίο τείχος δεν έφθανε ως τη θάλασσα. Υπήρχε όμως παραθαλάσσια οχύρωση στο λιμάνι και στην ανατολική πλευρά[4] μέχρι την περιοχή που σήμερα βρίσκεται το ξενοδοχείο Ξενία, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, στα 426 π.Χ. Το σημερινό Κεφαλόβρυσο ήταν «προάστειο ατείχιστον», ενώ στη δυτική πλευρά όπου υπήρχε πεδιάδα φυτεμένη αμπέλια, είναι άγνωστο αν υπήρχε και προάστιο.

Μια ακόμη πληροφορία για ισχυρό τείχος στη Ναυπάκτου στα μακρινά και σκοτεινά χρόνια της Αρχαιότητας έχουμε στα 191 π.Χ., όταν η πόλη πολιορκήθηκε, χωρίς να καταστεί δυνατή η κατάληψή της, για δυο μήνες από τις Ρωμαϊκές λεγεώνες του Μάνιου Ακίλιο.

Σήμερα, είναι ορατά υπολείμματα αρχαίων τειχών τόσο στα τείχη της Aκρόπολης, όσο στην τριπλή πύλη[5] στο τρίτο από τη θάλασσα διάζωμα, καθώς και στο Φαλτσοπόρτι, όπου εξαγωνικός μεταβυζαντινός πύργος κάλυπτε και εν μέρει έβαινε σε αρχαίο τετράγωνο πύργο με μικρή πύλη, η οποία φράχθηκε μεταγενέστερα[6].

Εκτός των περιορισμένων παραπάνω γραπτών πηγών, αδιάψευστη απόδειξη της οχύρωσης της Ναυπάκτου κατά τους Κλασσικούς Χρόνους είναι η αρχαιολογική σκαπάνη, η οποία, αν και σωστική και ως εκ τούτου αποσπασματική, την τελευταία τριακονταετία αποκάλυψε τμήματα ολόκληρα του αρχαίου τείχους της πόλης των Κλασσικών Χρόνων. Οι αποκαλύψεις αυτές, ο τρόπος δομής και τα χρησιμοποιηθέντα υλικά, μας οδηγούν στο αναμφισβήτητο συμπέρασμα ότι το κάστρο της Ναυπάκτου οφείλει τη σημερινή του μορφή σε εργασίες, οι οποίες έγιναν σταδιακά στο πέρασμα των αιώνων.

Η περιοχή στην οποία ανακαλύφθηκαν τμήματα του αρχαίου τείχους βρίσκεται, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, στην περιοχή Εβραιόλακας ή Οβραιόλακας όπως συνήθως λέγεται και στην ανατολική παραλιακή ζώνη μέχρι τις πηγές Νόβα. Συγκεκριμένα τα σημεία αυτά είναι τα παρακάτω, όπως περιγράφονται στις ανακοινώσεις των αρχαιολόγων που πραγματοποίησαν τις ανασκαφές.

Η έρευνα, λοιπόν, στην περιοχή βορειοανατολικά της Παπαχαραλαμπείου Δημόσιας Βιβλιοθήκης Ναυπάκτου και συγκεκριμένα στο οικόπεδο του Ευθυμίου Τριανταφύλλου, στην πρώτη πάροδο της οδού Καπορδέλη, αποκάλυψε τμήμα του τείχους της κλασσικής οχύρωσης της πόλης, το οποίο η αρχαιολόγος της ανασκαφής, Πετριτάκη Μαρία, μπόρεσε να παρακολουθήσει ενδεικτικά μέχρι ενός σημείου και στις όμορες ιδιοκτησίες[7].

Ο βραχίονας αυτός του τείχους έχει κατεύθυνση από βορά προς νότο είναι μήκους 20 μέτρων περίπου στον ανασκαμμένο χώρο, πάχους 3,30 έως 4 μέτρα και σωζόμενο ύψος 2,40 μέτρα και είναι κατασκευασμένος σε καίριο σημείο στα ριζά της πλαγιάς του λόφου, αφού ο χώρος που αναπτύσσεται εξωτερικά του είναι πεδινός και σε χαμηλότερο επίπεδο.

Λίγο βορειότερα, στην ιδιοκτησία Φράγκου βρέθηκε κατασκευή διαστάσεων 3,10Χ2,70 μ., με κατεύθυνση από δυτικά προς ανατολικά, η οποία προφανώς αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του τείχους της αρχαίας πόλης. Η παραπάνω κατασκευή ήταν από διάτονους λίθους, που καταλάμβαναν ολόκληρο το πάχος του τοίχου, κατά το ψευδοϊσόδομο ορθογώνιο σύστημα και σωζόταν σε ύψος τεσσάρων δόμων. Οι λίθοι είχαν επιφάνεια (εξωτερική) λατομείου. Με τέσσερες ακόμη τομές που έγιναν εκατέρωθεν της κατασκευής, αποκαλύφθηκαν οικιστικά λείψανα Κλασσικής και Ελληνιστικής Περιόδου. Τα κινητά ευρήματα ήσαν χάλκινα ελάσματα και όστρακα.

Ανατολικότερα και σε απόσταση 500 μ. περίπου από το προαναφερθέν οικόπεδο Τριανταφύλλου, η Πετριτάκη εντόπισε σε εκσκαφές στην ιδιοκτησία Τσάτσου ένα ακόμη τμήμα του οχυρωματικού περιβόλου της πόλης, το οποίο όμως ανήκει σε άλλο σκέλος με κατεύθυνση ανατολικοδυτική[8]. Οι διαστάσεις του είναι 12 Χ 3,90 Χ 1,40-1,72 μ. και φαίνεται να συνεχίζεται στο άσκαπτο δυτικά και κάτω από το όμορο κτίσμα ανατολικά[9]. Η διατήρησή του φτάνει τους τέσσερις συνολικά δόμους. Σώζονται οι εξωτερικές παρειές από μεγάλους ορθογωνιασμένους ογκόλιθους.

Στην ίδια πάλι περιοχή, Οβρεόλακα, και εις το οικόπεδο στην συμβολή των οδών Καπουρδέλη και Καρακουλάκη, αποκαλύφθηκε από την αρχαιολόγο Αλεξοπούλου Γεωργία και άλλο μεγάλο τμήμα του τείχους της αρχαίας πόλης της Ναυπάκτου, καθώς και λείψανα μεταγενέστερων κτιριακών εγκαταστάσεων[10].

Το αρχαίο τείχος είναι κτισμένο κατά το ψευοδοϊσόδομο σύστημα με δουλεμένες αδρά λιθοπλίνθους. Η δυτική παρειά του τείχους σώζεται σε ύψος 0,30 μ., ενώ η ανατολική σε ύψος 1,40 μ. και οι λιθόπλινθοί της έχουν δουλεμένη την επιφάνεια και τονισμένους τους αρμούς. Σ’ αυτήν την πλευρά σώζονται δύο δόμοι .

Η ύπαρξη τρίτου δόμου κοντά στο βόρειο άκρο του τείχους αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη που έγινε κατά τους Ρωμαϊκούς Χρόνους[11].

Η ίδια ως άνω αρχαιολόγος, Αλεξοπούλου Γεωργία, σε τομή που διενήργησε κοντά στη γωνία της 3ης παρόδου Καρακουλάκη με την οδό Φαρμάκη στην Εβρεόλακα σε βάθος περίπου 1.08μ., από τη σημερινή επιφάνεια του δρόμου, αποκαλύφθηκε και άλλο τμήμα του αρχαίου τείχους, με κατεύθυνση από βορειανατολικά προς νοτιοδυτικά, πλάτους 2 μ. και μεγίστου αποκαλυφθέντος μήκους 3,35 μ. Στη δυτική παρειά του τείχους βρέθηκε μεταγενέστερη κατασκευή από τμήματα δύο κάθετων μεταξύ τους τοίχων[12].

Ένα ακόμη τμήμα του τείχους της αρχαίας πόλης της Ναυπάκτου αποκαλύφθηκε από την αρχαιολόγο Αλεξοπούλου Γεωργία πολύ ανατολικότερα σε σχέση με τα άλλα τμήματα του τείχους που έχουν μέχρι σήμερα αποκαλυφθεί στην πόλη της Ναυπάκτου. Βρέθηκε στο οικόπεδο Αθ. Κονιστή που βρίσκεται μεταξύ των οδών Αθηνών και Θεμιστοκλή Νόβα.

Τέλος, ένα άλλο τμήμα του τείχους της αρχαίας πόλης, με κατεύθυνση ανατολικοδυτική, ερευνήθηκε πάλι από την Αλεξοπούλου στο οικόπεδο της Ευγενίας Αθανασοπούλου, στην οδό Αποκαύκου 11 και Μεσσηνίων (δίπλα από το κατάστημα της Αγροτικής Τράπεζας).

Συγκεκριμένα, στο βορειοδυτικό τμήμα του οικοπέδου και σε βάθος περίπου 1,55 μ. από την επιφάνεια της σημερινής οδού Μεσσηνίων, αποκαλύφθηκε τμήμα αρχαίου τείχους σε μήκος 6,70 μ. (νότια παρειά). Έχει πλάτος 1,50 μ. και σώζεται σε ύψος δύο δόμων, χτισμένο κατά το ακανόνιστο τραπεζιόσχημο σύστημα δόμησης. Η επιφάνεια των λίθων είναι δουλεμένη κατά το αγροτικό σύστημα. Ο πυρήνας του τείχους είναι από χώμα και λατύπη. Νότια του τείχους βρέθηκαν λείψανα οικίας Ελληνιστικών Χρόνων, της οποίας η συνέχεια βρίσκεται κάτω από το κατάστρωμα της οδού Μεσσηνίων[13].

Όλα τα προαναφερθέντα τμήματα της οχύρωσης των Κλασσικών Χρόνων της Αρχαιότητας, που αποκαλύφθηκαν και εντοπίστηκαν στη Ναύπακτο, μαρτυρούν ότι η χρήση του αρχαίου τείχους, από την αρχική κατασκευή του μέχρι την τελική χρήση του, καλύπτει ένα ευρύ χρονολογικό φάσμα, εκτεινόμενο από τον 5ο αιώνα π.Χ., έως και τους Παλαιοχριστιανικούς Χρόνους.

 

 

ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΡΩΜΑΪΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ. Από τις μέχρι σήμερα ανασκαφές στην Αιτωλοακαρνανία προκύπτει ότι η Ναύπακτος ήταν το κύριο κέντρο της περιοχής κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο. Οι γραπτές πληροφορίες για την οχύρωση της περιόδου αυτής είναι ελάχιστες. Οι αρχαιολογικές, όμως, ανασκαφές αποκάλυψαν και συνεχίζουν να αποκαλύπτουν μία πλήρως οργανωμένη πόλη με δρόμους και κτίρια ιδιωτικού και δημόσιου χαρακτήρα.

Ένα κομμάτι της οχύρωσης των Ελληνιστικών Χρόνων σώζεται, κοντά στη θάλασσα, στο κτήμα Αθανασιάδη-Νόβα, στη συνοικία Γρίμποβο, όπου σήμερα βρίσκεται το ξενοδοχείο Ξενία και το Α΄ Δημοτικό Σχολείο. Οι τοίχοι αυτού του τμήματος με τον οχυρωματικό χαρακτήρα ήταν κτισμένοι με μεγάλους ογκολίθους σε δύο σειρές, πλάτους 1,30 μ. και σώζονταν σε μήκος συνολικά 17,70 μ.[14].

Επίσης στην οδό Αθηνών βρέθηκαν αρχιτεκτονικά λείψανα των πρώιμων Ελληνιστικών και Υστερορωμαϊκών Χρόνων. Η αρχαιολόγος Μαρία Πετριτάκη, η οποία πραγματοποίησε την ανασκαφή, θεωρεί ότι η προέλευση των μεγάλων λιθοπλίνθων, των οποίων έγινε δεύτερη χρήση ως δομικού υλικού στο κύριο κτίσμα των Υστερορωμαϊκών - Παλαιοχριστιανικών Χρόνων, πολύ πιθανόν να έχει σχέση με τον παραθαλάσσιο βραχίονα του αρχαίου τείχους της πόλης. Διότι τόσο η κοντινή απόσταση από τη θάλασσα όσο και η γεωμορφολογία της θέσης, όπου σβήνει ομαλά ο λόφος που έκλεινε από ανατολικά την πεδιάδα, επιτρέπουν την υπόθεση ότι ίσως βρισκόμαστε στην πορεία του τείχους και, ως εκ τούτου, ήταν ανέξοδη και πρόσφορη η χρησιμοποίηση του λίθινου υλικού του σε δεύτερη χρήση[15].

Καταλήγοντας λοιπόν, μπορούμε να ισχυριστούμε με βεβαιότητα ότι ένα μεγάλο μέρος του αρχαίου οχυρωματικού περιβόλου, συμπεριλαμβανομένης και της ακρόπολης, ήταν ανέκαθεν γνωστό ότι ταυτίζεται με το μεσαιωνικό και σημερινό τείχος. Όπως όμως προκύπτει από τις τελευταίες ανασκαφές, το ανατολικό του σκέλος είχε πολύ μεγαλύτερη έκταση από το μεσαιωνικό, περιλαμβάνοντας και μεγάλο τμήμα έκτασης που σήμερα αντιστοιχεί με το κέντρο και το ανατολικό τμήμα της σύγχρονης πόλης. Τα δύο γνωστά νεκροταφεία της ίδιας περιόδου, τα οποία εκτείνονταν αντίστοιχα από τις βορειοδυτικές και βορειοανατολικές υπώρειες του οχυρωματικού περιβόλου έξω από τα όρια της τειχισμένης πόλης κατά την αρχαία συνήθεια συνεπικουρούν στον ισχυρισμό αυτό.

Η αποσπασματικότητα των αρχαιολογικών ευρημάτων που έχουν αποκαλυφθεί σ’ αυτό το σκέλος δεν επαρκούν ακόμη για την αποκατάσταση της πορείας του αρχαίου κάστρου, αποτελούν όμως σημαντικές ενδείξεις για το μέγεθος της αρχαίας πόλης κατά τα κλασικά και ελληνιστικά χρόνια. Η αποκάλυψη αρκετών τμημάτων του παραθαλάσσιου σκέλους της οχύρωσης, το οποίο διερχόταν σε μια μέση απόσταση περίπου 40-50 μέτρων από τη σημερινή ακτή με διεύθυνση βορειοανατολική – νοτιοδυτική, μας παρέχει ένα στοιχείο για την ακτογραμμή στα αρχαία χρόνια η οποία φαίνεται ότι βρισκόταν βορειότερα από τη σημερινή.        

Κατά την κλασική και ελληνιστική περίοδο επομένως φαίνεται ότι η πόλη εκτεινόταν από το δυτικό μεσαιωνικό τείχος που αντιστοιχεί περίπου με το αρχαίο, ως το Κεφαλόβρυσο στα ανατολικά, ενώ από βορρά προς νότο καταλάμβανε όλο το διαθέσιμο χώρο από την ακρόπολη ως τη θάλασσα. Παρόμοια έκταση φαίνεται ότι είχε η πόλη και κατά τα ρωμαϊκά χρόνια με συνέχεια της κατοίκησης επί των ελληνιστικών εγκαταστάσεων.

           

ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ. Από τη μία πλευρά η ζωτική στρατηγική της θέση για την άμυνα της Αιτωλίας και από την άλλη ο ρόλος της ως ενδιάμεσος σταθμός στα ταξίδια των δυτικοευρωπαίων με κατεύθυνση τους Αγίους Τόπους, την ανέδειξαν σε ένα από τα σημαντικότερα μεσαιωνικά λιμάνια του Ελλαδικού χώρου.

Οι πληροφορίες που έχουμε για τη Ναύπακτο στην πρωτοβυζαντινή εποχή είναι σποραδικές και περιορισμένες και αναφέρονται κυρίως στην εκκλησιαστική κατάστασή της. Από αναφορά του επισκόπου της Προκοπίου μαθαίνουμε ότι το κάστρο της πόλης βρισκόταν σε ακμή στις πρώτες δεκαετίες του 6ου αιώνα. Γνώρισε όμως σημαντικές καταστροφές από το μεγάλο σεισμό του 551-552, ο οποίος κατέστρεψε και μεγάλο τμήμα των οχυρώσεών της.

Στη μεσοβυζαντινή εποχή οι πληροφορίες για τη Ναύπακτο αρχίζουν να πληθαίνουν, αν και υπάρχουν μεγάλα χρονικά διαστήματα χωρίς να έχουμε καθόλου αναφορές.

Μαζί με ένα μεγάλο αριθμό ελλαδικών κέντρων η Ναύπακτος θα μοιρασθεί τις περιπέτειες των σλαβικών εισβολών κατά τον 8ο και 9ο αιώνα. Ωστόσο, παρά τις σλαβικές επιδρομές και τα προβλήματα που δημιούργησαν, η Ναύπακτος έχει την περίοδο αυτή καθιερωθεί ως μία από τις σημαντικότερες βάσεις ελλιμενισμού του βυζαντινού στόλου των δυτικών επιχειρήσεων.

Κατά τον 10ο αιώνα η πόλη αναφέρεται ως ενδιάμεσος σταθμός στα ταξίδια διπλωματικών επαφών με τη Δύση, ενώ παράλληλα θα συνδεθεί οδικά με την Κωνσταντινούπολη. Το γεγονός αυτό αύξησε και την εμπορική σημασία του λιμανιού της Ναυπάκτου[16].

Ύστερα από το μοιραίο για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία έτος 1204, η Ναύπακτος συμπεριλήφθηκε στις κατακτήσεις της Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου της Βενετίας. Αμέσως μετά όμως ξέσπασε διαμάχη μεταξύ της Βενετίας και του Μιχαήλ Α΄ Αγγέλου Δούκα Κομνηνού, τον ιδρυτή του αυτόνομου κράτους της Ηπείρου, το οποίο ονομάσθηκε Δεσποτάτο της Ηπείρου. Η διαμάχη αυτή έληξε το 1210, όταν οι Βενετοί αναγκάσθηκαν να παραχωρήσουν το Nepantum ή Lepanto στην Ήπειρο. Σύμφωνα με τη συμφωνία της παραχώρησης, η Βενετία διατήρησε ονομαστική επικυριαρχία στη Ναύπακτο και την περιοχή της, όπου απολάμβανε ελεύθερη ναυσιπλοΐα και εμπορικά προνόμια.

Από το 1210, λοιπόν, ουσιαστικά η πόλη θα καταστεί το νοτιότερο άκρο και ο κυριότερος ναύσταθμος του Μιχαήλ Α΄ Αγγέλου Δούκα Κομνηνού και των διαδόχων του. Η σημασία της για την άμυνα της Αιτωλίας από τις επιθέσεις των Φράγκων του Μορέως, καθώς και της γειτονικής φραγκικής Βαρωνείας των Σαλώνων (Άμφισσας), θα καταστεί πλέον ζωτική.

Ένας άλλος σημαντικός σταθμός στην ιστορία της Ναυπάκτου ήταν η προσάρτησή της στην κυριαρχία των Ανδηγαβών (Ιταλών) και συγκεκριμένα του Φιλίππου Α’ Ανζού. Όταν λοιπόν το 1294 μ.Χ. ο Δεσπότης Νικηφόρος πάντρεψε την κόρη του Θάμαρ με το Φίλιππο Ταραντίνο, γιο του Καρόλου Β΄ της Νεάπολης, της έδωσε για προίκα το Βασιλικό φρούριο της Ναυπάκτου (“Real Chastel de Nepant”) και τα κάστρα Βραχωρίου (Αγρινίου), Αγγελοκάστρου και Βόνιτσας. Ο Φίλιππος, για να προστατεύσει τη Ναύπακτο από μελλοντικές επιθέσεις εχθρών, έκανε σημαντικά οχυρωματικά έργα και έκοψε νομίσματα στο νεοϊδρυμένο νομισματοκοπείο (ZECCA) της Ναυπάκτου, τα λεγόμενα τορνέζια. Στα τορνέζια αυτά ο Φίλιππος αποκαλείται Nepanti civis, ενώ από τότε θα παραμείνει γνωστή η πόλη και ως “βασιλικό φρούριο”.

ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑΣ. Η περίοδος της Βενετοκρατίας είναι καθοριστική στη διαμόρφωση της οχύρωσης της Ναυπάκτου. Τη σημερινή μορφή, με τα πέντε διαζώματα, το φρούριο της Ναυπάκτου την έλαβε κυρίως κατά την περίοδο αυτή.

Από το 1380 και μετά η ιστορία της Ναυπάκτου χαρακτηρίζεται από τη μακρόχρονη διαμάχη ανάμεσα σε Βενετούς και Οθωμανούς Τούρκους για την απόσπασή της πόλης. Η διαμάχη αυτή έφτασε στο τέλος της το 1407 με την οριστική βενετική κτήση.

Σχεδόν αμέσως μετά οι Βενετοί προέβησαν σε συστηματικές οχυρώσεις, για να προστατεύσουν τη Ναύπακτο από την ορατή απειλή των Οθωμανών Τούρκων. Τα 92 χρόνια που έμεινε η Ναύπακτος στην κυριαρχία των Βενετών, η πόλη γνώρισε τις μεγαλύτερες στιγμές ακμής της, αφού οι Βενετοί εξωράισαν την πόλη με νέα κτίρια, βελτίωσαν την οχύρωσή της με σπουδαία οχυρωματικά έργα και την κατέστησαν ισχυρότερη κατοχή τους στην Ελλάδα. Τα τείχη έγιναν πιο ψηλά, προστέθηκαν πύργοι κι οχυρώθηκε το λιμάνι με την προσθήκη δύο πύργων που προστατεύουν το στόμιο, που κλεινόταν με αλυσίδα.

          Η Ναύπακτος υπήρξε για τη Βενετία ένας από τους σημαντικότερους εμπορικούς της σταθμούς στην ηπειρωτική Ελλάδα. Εδώ συγκεντρώνονταν το βαμβάκι, το σιτάρι, το μετάξι και άλλα προϊόντα της Στερεάς και της Πελοποννήσου, για να πάρουν ύστερα το δρόμο προς τη Δύση. Εκτός από το εμπόριο, η Ναύπακτος είχε προσόδους από ιχθυοτροφεία και αλυκές του Αιτωλικού. Παρ’ όλα αυτά η αποικία (Ναύπακτος) δεν κατόρθωνε να ισοσκελίζει τον προϋπολογισμό της και πάντα η Βενετική Γερουσία της χορηγούσε οικονομική βοήθεια. Η πολύ μικρή ενδοχώρα της βενετικής αυτής κτήσης στήριζε την άμυνά της στα ισχυρά τείχη της. Για το λόγο αυτό η μητρόπολη απέστελλε συνεχώς χρήματα για τη συντήρηση και συμπλήρωση των οχυρωματικών έργων. Τα αρχεία της Βενετίας (όσα τουλάχιστον έχουν δημοσιευθεί) δε μας βοηθούν να αντλήσουμε πληροφορίες για την αρχιτεκτονική των οχυρωματικών έργων, γιατί περιέχουν κυρίως στοιχεία για οικονομικά, εμπορικά και διοικητικά θέματα.

Παρακάτω παρατίθενται μερικές πληροφορίες από τα αρχεία της Βενετίας σχετικά με τη χρηματοδότηση των οχυρώσεων της πόλης[17]:

Στις 11 Ιουνίου 1462 στέλνονται στη Ναύπακτο 1.000 δουκάτα, για να χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά για την οχύρωση της πόλης.

Το 1451 αποφάσισαν να δαπανώνται 81 χρυσά δουκάτα το χρόνο επί έξι συνεχή χρόνια, για να επισκευασθούν τα τείχη που καταστράφηκαν από σεισμό τον περασμένο χρόνο.

Το 1463 αποφασίσθηκε να αποσταλούν 1.400 χρυσά δουκάτα, ξυλεία και κτίστες για την εκτέλεση οχυρωματικών έργων, καθώς και δύο Αξιωματικοί με 80 στρατιώτες για τη φρουρά του κάστρου.

Το 1464 φαίνεται ότι τα χρήματα που προορίζονταν για την οχύρωση δαπανήθηκαν για την επισκευή της εκκλησίας (πιθανώς του Αγ. Μάρκου) και την οικία του Ρέκτορα (προβλεπτή). Η ενέργεια αυτή θεωρήθηκε παράνομη και καταλογίσθηκε ο σχετικός λογαριασμός στον ρέκτορα.

Το 1465 στέλνονται 400 δουκάτα για οχυρωματικά έργα.

Το 1466 απαιτούνται για εκτέλεση οχυρωματικών έργων 2.000 δουκάτα. Οι κάτοικοι της Ναυπάκτου προσφέρουν 1000 δουκάτα και προσωπική εργασία. Ο αρχιναύαρχος των Βενετών απέστειλε δύο πλοία για τη φύλαξη της πόλης.

Από το 1465 μέχρι το 1510, όπως προκύπτει από τα δημοσιευμένα έγγραφα των αρχείων της Βενετίας, μειώθηκαν οι παροχές για οχυρωματικά έργα, με παράλληλη αύξηση διάθεσης πλοίων για τη φύλαξη του κόλπου της Ναυπάκτου, όπου αυξάνονταν οι ενοχλήσεις από τους Τούρκους.

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η Βυζαντινή και στη συνέχεια η Βενετσιάνικη οχύρωση στηρίχθηκε σε πολλά σημεία πάνω στην υπάρχουσα αρχαία οχύρωση. Είναι σαφές όμως ότι έχει εγκαταλειφθεί ο ανατολικός παραλιακός βραχίονας της οχύρωσης των Κλασσικών και Ρωμαϊκών χρόνων και υπάρχει μια μετατόπιση τόσο του κέντρου της πόλης όσο και της οχύρωσης προς τα δυτικά. Ο λόγος της μετατόπισης αυτής δεν είναι γνωστός. Ίσως σ’ αυτό να συνετέλεσε ο καταστρεπτικός σεισμός του 551-552μ.Χ., ίσως και η φεουδαρχική αντίληψη των νέων κυρίαρχων, βοηθούμενη από τη μορφολογία του εδάφους και την αυτάρκεια του λόφου σε υδάτινους πόρους[18].

 

ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ. Η τελευταία πράξη στο μακρόχρονο Βενετοτουρκικό αγώνα για την κυριαρχία στη Ναύπακτο, έλαβε χώρα στο τέλος του 15ου αιώνα και συγκεκριμένα 28-29 Αυγούστου 1499.

Μετά από μεθοδευμένο αποκλεισμό της πόλης από τη ξηρά με επικεφαλής τον ίδιο το σουλτάνο Βαγιαζήτ Β΄ και από τη θάλασσα με 270 πλοία, των οποίων δεν μπόρεσε να εμποδίσει την είσοδο στον Κορινθιακό κόλπο ο βενετικός στόλος, ο Βενετός προβλεπτής Giovanni Moro βρέθηκε σε απελπιστική θέση.

Μετά από διαπραγματεύσεις ο Βενετός προβλεπτής παρέδωσε την πόλη της Ναυπάκτου στο Βαγιαζήτ τον Β΄. Οι Τούρκοι αμέσως μετά προχώρησαν σε ενισχυτικές οχυρωματικές εργασίες στο φρούριο της Ναυπάκτου, καθώς και στην ανέγερση των οχυρών του Ρίου-Αντιρρίου, για να εξασφαλίσει την είσοδο του Κορινθιακού κόλπου. Από τότε οι Οθωμανικοί εγκατέστησαν μόνιμη μοίρα του στόλου των δυτικών τους επιχειρήσεων στο νέο σπουδαίο τους ναυλόχιο, που ως την εποχή της ιστορικής ναυμαχίας της Ναυπάκτου (7 Οκτωβρίου 1571) θα διαδραματίσει κυρίαρχο ρόλο στη διευκόλυνση πολλών τουρκικών επιχειρήσεων στη Δύση.

Οι οχυρωματικές αυτές εργασίες εντοπίζονται κυρίως στο δυτικό πυλώνα του πρώτου διαζώματος προς το Βαρούσι. Φαίνεται ότι το βενετσιάνικο δίπυλο που υπήρχε εκεί, θεωρήθηκε αναγκαίο να ενισχυθεί με λίθινο ενισχυτικό μανδύα επιβλητικών διαστάσεων. Τότε χρειάστηκε να προστεθεί και τρίτη εξωτερική πόρτα εφοδιασμένη με ζεματίστρα. Κάτω από τη ζεματίστρα αυτή τοποθετήθηκε τούρκικη επιγραφή, η οποία χρονολογείται από το 1714 και σώζεται ακόμη.

            Επίσης οι Τούρκοι επισκεύασαν τα τείχη και πρόσθεσαν τον κυκλοτερή πύργο, που είναι ανεξάρτητος από την όλη οχυρωματική συγκρότηση. Πρόκειται για την περίφημη “Τάπια του Τσαούς”, από την οποία σύμφωνα με την παράδοση έπεσε και σκοτώθηκε ο Τσαούς (λοχαγός) Μουφτής στην διάρκεια της πολιορκίας της Ναυπάκτου από τα ελληνικά στρατεύματα το 1829, για να μη δει την πόλη παραδομένη στους Έλληνες.

ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 1821.            Οι Τούρκοι ελέγχοντας το Κάστρο της Ναυπάκτου, προστατευόμενο μάλιστα από τα φρούρια του Ρίου και Αντιρρίου, έλεγχαν πλήρως το Κορινθιακό και τον Πατραϊκό κόλπο. Για το λόγο αυτό με την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης, η προσωρινή Επαναστατική Κυβέρνηση εκτιμώντας ότι η Ναύπακτος με το Κάστρο της ήταν στρατηγικό κλειδί της ευρύτερης περιοχής, διέταξε την άλωση του Κάστρου της. Στις 21 Μαϊου 1821 μοίρα του ελληνικού στόλου από 15 πλοία, σπετσιώτικα, υδραίικα και γαλαξιδιώτικα, πολιόρκησε το Κάστρο, προ του οποίου ήταν ελλιμενισμένα 7 τουρκικά πολεμικά. Την ίδια ημέρα οι επαναστατικές δυνάμεις κατέλαβαν τη θέση “Παναγία”, μεταξύ Ναυπάκτου και Αντιρρίου, και με πρόσθετα πυροβόλα που μετέφεραν στην ξηρά από τα πλοία, άρχισε την επομένη σφοδρός κανονιοβολισμός της πόλης μας, την οποία οι Τούρκοι έκαψαν και κλείστηκαν κατόπιν με τις οικογένειές τους στην ακρόπολη του Κάστρου της. Σε σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε την επομένη σε πλοίο του στόλου με τη συμμετοχή των Μιαούλη και Μπότσαρη και των καπεταναίων Σκαλτσά, Μακρή, Κώστα και Διαμαντή Χορμόβα, αποφασίστηκε η κατάληψη του Αντιρρίου με έφοδο, κατά την οποία την επομένη ημέρα 6 Ιουνίου έπεσε νεκρός στα τείχη του ο Διαμαντής Χορμόβας στην επική και απεγνωσμένη έφοδό του.

            Μετά την αποτυχία αυτή αποφασίστηκε η πυρπόλησή του τουρκικού στόλου που ήταν ελλιμενισμένος μπροστά από την πόλη, η οποία απέληξε στη γνωστή ηρωική αυτοθυσία του μπουρλοτιέρη Γιώργου Ανεμογιάννη Παξινού.   Οι αποτυχίες αυτές και η έλλειψη πυρομαχικών και εφοδίων ανάγκασαν τα πλοία να αποπλεύσουν από τον Κορινθιακό. Έτσι, συνεχίσθηκε η δουλεία της πόλης μας για μία ακόμα πενταετία.

            Με τα δεδομένα αυτά φθάνουμε στο 1828, χρόνια κατά την οποία έλαβαν χώρα σπουδαία γεγονότα για το μέλλον του ελληνισμού. Οι “Προστάτιδες Δυνάμεις” σχεδίαζαν να περιορίσουν τα όρια του νεοτέρου ελληνικού κράτους στον Ισθμό της Κορίνθου, ενώ ο Έλληνας Κυβερνήτης αγωνιζόταν να περιληφθεί και η Στερεά στην εδαφική έκταση του νέου κράτους. Προκειμένου λοιπόν να φέρει τις Προστάτιδες Δυνάμεις προ τετελεσμένων γεγονότων, διέταξε τον Κίτσο Τζαβέλα, να εκστρατεύσει και να εκδιώξει τους Τούρκους από τη Ρούμελη. Στις 23 Ιανουαρίου 1829 διορίζεται τοποτηρητής στη Στερεά Ελλάδα ο αδελφός του Κυβερνήτη Αυγουστίνος Καποδίστριας, ο οποίος στις 5 Μαρτίου φθάνει προ της Ναυπάκτου επικεφαλής του στόλου και απέκλεισε κάθε επικοινωνία του Κάστρου από τη θάλασσα. Παράλληλα έχει αρχίσει στενή πολιορκία από ξηράς με τα ελληνικά στρατεύματα να φθάνουν προ των τειχών, ενώ ο στόλος και το πυροβολικό έβαλαν ακατάπαυστα κατά των πολιορκημένων. Οι μάχες συνεχίζονταν σε όλη την περίμετρο του Κάστρου, το οποίο υπερασπίζονταν 5.000 τούρκοι.

Στις 8 Απριλίου έφθασε προ της Ναυπάκτου ο κυβερνήτης Καποδίστριας, για να επιβλέψει ο ίδιος τις επιχειρήσεις.       Μετά πολιορκία μερικών ακόμα ημερών, κατά την οποία δοκιμαζόταν ο τουρκικός στρατός από έλλειψη εφοδίων, απελπισμένος ο Πασάς για τη σκοπιμότητα συνέχισης της άμυνας, υπέγραψε συνθήκη παράδοσης του Κάστρου. Την αυγή της 18ης Απριλίου του 1829, τμήμα του τακτικού στρατού υπό το συνταγματάρχη Βέρρη, ανηφόριζε τα καλντερίμια του Κάστρου της πόλης μας, για να ολοκληρώσει με την έπαρση της σημαίας τη νικηφόρο εκστρατεία, με την οποία ανακτούσε και πάλι, μετά τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς, την ελευθερία της η Ναύπακτος και ολόκληρη η Ρούμελη. Το γεγονός αυτό τελικά επέβαλε τη μετατόπιση των ορίων του νέου ελληνικού κράτους από τον Ισθμό στην οροθετική γραμμή Άρτας-Βόλου.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ

Το κάστρο βρίσκεται στην κορυφή του λόφου που δεσπόζει στην πόλη, σε υψόμετρο περίπου 2ΟΟ μέτρων. Ο λόφος αυτός έχει σχήμα πυραμίδας. Οι μεγαλοπρεπείς οχυρώσεις της Ναυπάκτου παρά τις καταστροφές και φθορές που έχουν υποστεί, αποτελούν ένα από τα πιο σημαντικά και καλοδιατηρημένα παραδείγματα φρουριακής αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα. Σήμερα το κάστρο της Ναυπάκτου σώζεται στην Μεσαιωνική του μορφή σε πολύ καλή κατάσταση.

Η κορυφή του λόφου περικλείεται από κυκλικό τείχος διαμέτρου 1ΟΟ μέτρων. Δυο βραχίονες που ακολουθούν την κλίση του εδάφους κατεβαίνουν ο ένας Ανατολικά και ο άλλος Δυτικά και, αφού καμφθούν, πλησιάζοντας ο ένας τον άλλον και με δυο πύργους κλείνουν την είσοδο του μικρού λιμανιού. Τέσσερα εγκάρσια τείχη (διατειχίσματα) ενώνουν αυτούς τους δύο βραχίονες, σχηματίζοντας από την κορυφή έως τη θάλασσα πέντε αμυντικές ζώνες ή διαζώματα ή περιβόλους.

Ο καθένας από τους πέντε αυτούς περιβόλους είναι ένα ανεξάρτητο φρούριο, το οποίο μειώνεται σε έκταση όσο πλησιάζουμε την Ακρόπολη, στην κορυφή του λόφου.

Μέχρι το ύψος το πρώτου διαζώματος υπήρχε παλαιότερα τεχνητή τάφρος στην Ανατολική και Δυτική πλευρά της πόλης.

Οι πέντε αυτοί περίβολοι είχαν τις παρακάτω ονομασίες: Η κυρίως πόλη, όπου βρίσκεται και το λιμάνι ονομαζόταν Βροντoλαγκάδα. Ο επόμενος περίβολος-συνοικία ονομάζεται Βεζύρ-Τζαμί ή Νεόκαστρο. Οι επόμενοι περίβολοι ονομάζονται Ουραμάσιο, Περιτόριο και τέλος στην κορυφή του λόφου η Ακρόπολη ή Ίτς-Καλέ.

Με Βασιλικό Διάταγμα της 24-9-1937 το Φρούριο της Ναυπάκτου κηρύχθηκε διατηρητέο μνημείο ( Φ.Ε.Κ. τευχ Α΄ 401/14-10-1937).

Παρακάτω θα γίνει μια προσπάθεια να περιγραφεί ο κάθε ένας περίβολος του κάστρου ξεχωριστά.

Α΄ ΔΙΑΖΩΜΑ (Έσω Πόλη): Αρχίζει από το λιμάνι και καταλήγει στο ισχυρό τείχος που εκτείνεται κατά μήκος του ρολογιού. Στο χώρο αυτό περικλείνεται η “Έσω πόλη”. Το λιμάνι έχει σχήμα πετάλου με περιφέρεια πεντακόσια πόδια. Την είσοδο του λιμανιού φρουρούν δύο Βενετσάνικοι πυργίσκοι. Στον ανατολικό πυργίσκο υπάρχει ναυτικός φάρος και μέχρι πριν από λίγα χρόνια υπήρχε εντειχισμένη μαρμαρόπλακα, αναμνηστική της Ναυμαχίας της Ναυπάκτου το 1571 μ.Χ., με επιγραφή “1571 Εις μνήμην των νικητών της ναυμαχίας της Ναυπάκτου προμαχούντων της ελευθερίας και της Χριστιανοσύνης”.

Στο δυτικό πυργίσκο βρίσκεται ο ανδριάντας του ηρωικού πυρπολητή Γιώργου Ανεμογιάννη - Παξινού.

Δυτικότερα, πάνω στο τείχος, υπάρχει μεγάλο φυλάκιο (κούκος) και πιο πάνω κυκλικός προμαχώνας. Από τον προμαχώνα αυτό αρχίζουν κατ’ ουσία οι οχυρώσεις της κάτω πόλης. Ο κυλινδρικός αυτός προμαχώνας είναι αξιόλογο δείγμα της ευρωπαϊκής βενετικής αμυντικής αρχιτεκτονικής του 15ου αιώνα. Είναι κατασκευασμένος από κατεργασμένους, ορθογώνιους παραλληλόγραμμους ασβεστόλιθους, αρμολογημένους με πολύ τέχνη. Το σχήμα του κυρίως προμαχώνα είναι κυλινδρικό, ενώ η ισχυροποιημένη βάση του έχει κωνικό σχήμα με πολύ μεγάλη διάμετρο στο σημείο όπου ενώνεται με το έδαφος. Παλαιότερα είχε πολεμίστρες, οι οποίες όμως δεν σώζονται σήμερα. Προορισμός του ήταν να προφυλάσσει την έναντι αυτού κυρία δυτική πύλη της πόλης, την “Πίλιο-πόρτα”.

            Η εξαιρετικά ισχυροποιημένη βάση του προμαχώνα είχε ως σκοπό να ενισχύσει την αντίστασή του σε περίπτωση υπονόμευσής του. Τον 15ο αιώνα οι Τούρκοι είχαν αναπτύξει εξαιρετικά τις πολιορκητικές τους μεθόδους, μεταξύ των οποίων ήταν και η υπονόμευση των οχυρώσεων των αντιπάλων τους. Οι υπονομευτές, ονομαζόμενοι “Λαγουμιτζήδες”, ήταν συνήθως Έλληνες, Αρμένηδες και Βόσνιοι χριστιανοί, ικανότατοι στη δύσκολη και επικίνδυνη αποστολή της υπόγειας ανατίναξης των εχθρικών οχυρώσεων.           Κατασκευάζοντας όμως οι Βενετοί κωνικές βάσεις στους προμαχώνες, εμπόδιζαν τους “λαγουμιτζήδες” να υπολογίζουν το μήκος του υπονόμου και την απαιτούμενη ποσότητα της πυρίτιδας για την επιτυχία της υπονόμευσης και την κατάρρευση των οχυρώσεων.

Όμως από το νοτιοδυτικό προμαχώνα αρχίζουν και τα τείχη τα οποία χωρίζουν τη συνοικία του λιμανιού από το Νεόκαστρο. Το τμήμα αυτό των τειχών είναι από τα καλύτερα διατηρημένα της Ναυπάκτου και από τα πλέον εντυπωσιακά. Καθ’ όλο το μήκος του είναι εξοπλισμένο με επάλξεις, οι οποίες στη δυτική πλευρά έχουν κλιμακωτή ανάπτυξη, επειδή εκεί τα τείχη ακολουθούν την κλίση του εδάφους. Προχωρώντας κανείς προς το κέντρο των τειχών διακρίνει ορισμένα τειχία στήριξης του τείχους, το οποίο εξάλλου δημιουργεί σε ορισμένα σημεία προεξοχές σχήματος Π σαν προμαχώνες. Λίγο μετά το κέντρο των τειχών ορθώνεται η μοναδική πύλη επικοινωνίας μεταξύ της συνοικίας του λιμανιού και του Νεοκάστρου (Σιδερόπορτα). Πρόκειται για ένα από τα πλέον επιβλητικά σημεία των οχυρώσεων της Ναυπάκτου.

            Η τοξοειδής πύλη βρίσκεται σε μία εσοχή των τειχών. Εξωτερικά φθάνει κανείς σε αυτή, αφού διασχίσει έναν οφιοειδή πλακόστρωτο δρόμο και ανεβεί μερικά σκαλιά, αφήνοντας αριστερά του μια τούρκικη βρύση εντοιχισμένη στα τείχη. Απέναντι από τη βρύση ορθώνεται ένα προστατευτικό τείχος στηριγμένο στα κυρίως τείχη, το οποίο προστατεύει σαν ασπίδα την πύλη και ταυτόχρονα την κρατά αθέατη από την πλευρά της θάλασσας.

            Επάλξεις και μια θυρίδα για την τοποθέτηση ελαφρού πυροβόλου πάνω στο τείχος αυτό επέτρεπαν στους υπερασπιστές να ελέγχουν την πρόσβαση προς την πύλη. Πρόσθετα οχυρωματικά έργα ενισχύουν τα τείχη στο σημείο αυτό για την καλύτερη άμυνα της πύλης. Δυτικότερα από την τουρκική βρύση υψώνεται ένας προμαχώνας σχήματος Π, ο οποίος προστατεύει την αριστερή εξωτερική πλευρά της πύλης κατά τρόπο, ώστε σε περίπτωση προσβολής της τα πυρά των αμυνομένων από τον προμαχώνα αυτό να σαρώνουν από ψηλά όλο το χώρο μπροστά στην πύλη.

            Η προστασία της πύλης συμπληρώνεται από μια τρομερή ζεματίστρα, η οποία υπέρκειται αυτής και από την οποία οι πολιορκημένοι έριχναν στα κεφάλια των τολμηρών επιτιθεμένων, που αψηφώντας τους προμαχώνες και τις επάλξεις των τειχών προσπαθούσαν να παραβιάσουν την πύλη, καυτό λάδι ή πυρακτωμένο μολύβι.

            Το σχήμα και η διακόσμηση της πύλης έχουν ξεχωριστή μεγαλοπρέπεια και επιβλητικότητα. Οι λευκοί μαρμάρινοι παραστάτες της είναι διακοσμημένοι με ταινίες από διακοσμήσεις, τυπικές στη βενετική αναγεννησιακή τέχνη. Η λίθινη ζεματίστρα πάνω από την πύλη στηρίζεται σε τρεις μικρές προβολές και φέρει ανάγλυφες παραστάσεις κεράτων της Αμάλθειας, από τα οποία ξεχύνονται άνθη και φυτικές ταινίες. Η διακοσμητική αυτή σύνθεση πλαισιώνει ένα κόσμημα σχήματος θυρεού, και η αισθητική της αρμονία ολοκληρώνεται με έναν οβολό διακοσμημένο με δεξιοτεχνία και ακρίβεια. Τέλος, η όλη διακόσμηση στεφανώνεται από έναν περίτεχνα λαξευμένο άβακα.

Ένα μέρος της ξύλινης δίφυλλης θύρας, με την οποία έκλεινε η πύλη, σώζεται μέχρι σήμερα. Η θύρα, η οποία ανάγεται στην εποχή της Τουρκοκρατίας κι έχει μεγάλη ομοιότητα με τη θύρα της πύλης του κάστρου της Μονεμβασιάς, είναι καλυμμένη με χονδρά, σιδερένια ελάσματα, στερεωμένα με μεγάλα επίσης σιδερένια καρφιά. Κοιτάζοντας κανείς τους λίθινους όγκους των παραστατών και του υπέρθυρου στο εσωτερικό της πύλης, δεν μπορεί να μη θαυμάσει τον τρόπο της κατεργασίας τους, ώστε να κρατούν γερά και να ασφαλίζουν τη βαριά πόρτα.

            Προχωρώντας ανατολικότερα συναντάει κανείς έναν κυλινδρικό προμαχώνα με διακοσμητικό διάζωμα κάτω από τις επάλξεις του. Από τον προμαχώνα αυτό ήταν εύκολος ο έλεγχος της οδού, η οποία οδηγεί μέχρι σήμερα προς την πύλη.

            Συνεχίζοντας ο επισκέπτης ανατολικότερα, φθάνει στο γωνιαίο, νοτιοανατολικό προμαχώνα του Νεοκάστρου. Ο προμαχώνας είναι βενετικός του 15ου αιώνα. Απ’ αυτόν ξεκινάει κλιμακωτός διάδρομος, ο οποίος οδηγεί σε άλλο βενετικό προμαχώνα στην κάτω πόλη. Επί του νοτιοανατολικού προμαχώνα του Νεοκάστρου έχει ανεγερθεί στα τέλη του περασμένου αιώνα ένας πύργος ρολογιού. Το ρολόι αυτό κτίσθηκε με πρωτοβουλία και οικονομική προσφορά του σεβαστού Μητροπολίτη Ναυπακτίας και Ευρυτανίας Σεραφείμ Δομβοίτη το 1914.

Ανατολικότερα του ρολογιού, εξωτερικά του τείχους, δίπλα από το Ειρηνοδικείο, αποκαλύφθηκε το 1983 προτείχισμα με μεγάλη βυζαντινή τάπια. Η τοιχοδομία της αποτελείται από μεγάλους δόμους με παρεμβαλλόμενες οριζόντιες και κάθετες σειρές πλίνθων[19].

 

Β΄ ΔΙΑΖΩΜΑ (ΑΝΩ ΠΟΛΗ Ή ΝΕΟΚΑΣΤΡΟ) : Πάνω από τη συνοικία του λιμανιού, την Βροντολαγκάδα ή Βροντόλακα, βρίσκεται σήμερα η άνω πόλη της Ναυπάκτου, περιτριγυρισμένη από τείχη με δαντελωτές επάλξεις και εξοπλισμένη με προμαχώνες διαφόρων μεγεθών και αρχιτεκτονικών σχεδίων.

Το δεύτερο αυτό διάζωμα έχει σχήμα τραπεζοειδές και είναι πολύ γραφικό με παλιά σπίτια και καλντερίμια. Την εποχή της βενετικής κυριαρχίας ονομαζόταν “Νεόκαστρο”, υποδηλώνοντας ότι οι οχυρώσεις του ήταν νεότερες σε σχέση με τις υπόλοιπες στην κορυφή του υψώματος. Στα νεότερα χρόνια ονομάζεται Βεζύρ Τζαμί από το ομώνυμο Τούρκικο τέμενος που βρισκόταν στη σημερινή πλατεία Γιάννη Βλαχογιάννη. Στην περιοχή αυτή μετά την απελευθέρωση εγκαταστάθηκαν πολλές οικογένειες Σουλιωτών αγωνιστών.

            Η λιθοδομή της τοιχοδομίας του τμήματος αυτού του τείχους είναι κατασκευασμένη με δύο διαφορετικές τεχνικές. Η βάση της και τα χαμηλότερα σημεία της είναι συνήθως βενετικής κατασκευής, ενώ τα ανώτερα σημεία και οι επάλξεις είναι συχνά δημιουργήματα τουρκικής λιθοδομικής τεχνικής. Ως πρώτη ύλη έχουν χρησιμοποιηθεί ασβεστόλιθοι και πωρόλιθοι, λόγω της εξαιρετικής τους συμπεριφοράς στην οχυρωματική τοιχοδομία, δεν λείπουν όμως τα μάρμαρα, οι ψαμμίτες ακόμα και τραχείς σχιστόλιθοι από την λίθινη μάζα των τειχών. Αξιοσημείωτη είναι η ενσωμάτωση γενικά στα τείχη της Ναυπάκτου τμημάτων αρχαίων και βυζαντινών μαρμάρινων στύλων, προερχομένων πιθανότατα από ναούς.

            Τα δυτικά τείχη του Νεοκάστρου έχουν κλίση κατωφερική κυμαινόμενη. Το πάχος των τειχών κυμαίνεται από 1,80 ως 2 μέτρα. Οι επάλξεις έχουν πάχος 0,60 μέτρα περίπου. Επί των τειχών υπάρχει διάδρομος κλιμακωτός, πλάτους ενός μέτρου περίπου, ο οποίος επέτρεπε στους υπερασπιστές να κινούνται με ευκολία κατά μήκος των τειχών και πίσω από τις επάλξεις. Το τείχος κατά τη διάρκεια των αιώνων και των επανειλημμένων πολιορκιών έπαθε σημαντικές ζημιές, τις οποίες πάντοτε επιδιόρθωναν οι αμυνόμενοι. Γι’ αυτό σε πολλά σημεία είναι εμφανή τα ίχνη των επισκευών του.

            Λίγο νοτιότερα από το μέσο του μήκους των δυτικών τειχών, υψώνεται τετράγωνος τουρκικός πύργος - παρατηρητήριο, από τον οποίο είναι δυνατή η κατόπτευση και ο έλεγχος ολόκληρου του δυτικού τείχους. Μια χαρακτηριστική πυραμοειδής, λιθόκτιστη σκεπή στεφανώνει την κορυφή του πύργου.

            Στην νοτιοδυτική πλευρά των τειχών του Νεοκάστρου ορθώνεται ένας κυλινδρικός προμαχώνας, κάτω από τις επάλξεις του οποίου υπάρχει ένα άτεχνο διακοσμητικό διάζωμα. Αν και νεότερες τουρκικές επεμβάσεις είναι εμφανείς ο προμαχώνας αυτός είναι παλαιότερος και αποτυπώνεται σε σχεδιάγραμμα του φρουρίου της Ναυπάκτου από το Vincenzo Coronelli, Βενετό γεωγράφο και κοσμογράφο που επισκέφθηκε τη Ναύπακτο το 1685 μ.Χ.

            Στο κέντρο περίπου του Νεοκάστρου και σε μια δεσπόζουσα τοποθεσία υψώνεται ένας προμαχώνας σε σχήμα πετάλου με οδοντωτές επάλξεις, κατάλληλες για την τοποθέτηση μεγάλων πυροβόλων. Η αρχιτεκτονική του γραμμή είναι αυστηρή, με άψογη όμως γεωμετρική συμμετρία. Η είσοδός του βρίσκεται στη βορινή πλευρά του, όπου καταλήγει μια λιθόστρωτη ελικοειδής ράμπα, κατασκευασμένη ειδικά για να ανεβοκατεβάζουν στον προμαχώνα αυτό κανόνια. Πρόκειται για την περίφημη Τάπια του Τσαούς, την οποία κατασκεύασαν οι Αλβανοί στη διάρκεια της πολιορκίας της Ναυπάκτου από τα ελληνικά στρατεύματα κατά την Ελληνική Επανάσταση.

            Λίγο νοτιότερα από του “Τσαούς την τάπια”, σε ένα πλάτωμα, βρίσκονται τα ερείπια ενός μεγάλου και αξιόλογου τεμένους, το οποίο ονομαζόταν λόγω του μεγέθους του “Βεζύρ τζαμί.

            Προχωρώντας ο επισκέπτης ανατολικότερα από τον χώρο, όπου άλλοτε ορθωνόταν μεγαλόπρεπο το “Βεζύρ τζαμί”, ακολουθεί μια επιμήκη προέκταση των τειχών προς τα ανατολικά, η οποία οδηγεί σε έναν ισχυρό βενετικό προμαχώνα, (Φαλτσοπόρτι) κτισμένο σε μια εξαιρετικά δεσπόζουσα τοποθεσία. Πριν φτάσει στο βενετικό προμαχώνα, τα χαλάσματα ενός άλλου μικρού, πολυγωνικού προμαχώνα, βυζαντινού τύπου, του επιτρέπουν να παρατηρήσει ολόκληρη την τεχνική της κατασκευής της τοιχοδομίας του από τα θεμέλια μέχρι την κορυφή.

            Ο βενετικός προμαχώνας, ογκώδης και επιβλητικός, σχήματος κόλουρου κώνου, είναι κτισμένος με ορθογώνιους παραλληλόγραμμους, καλοδουλεμένους, γκρίζους ασβεστόλιθους, αρμολογημένους με ακρίβεια σε μια στερεή και συμπαγή τοιχοδομία. Η θέση στην οποία έχει κτιστεί είναι δεσπόζουσα και επιλέχθηκε προσεκτικά, ώστε να επιτρέπει στους αμυνόμενους να προστατεύουν με τα κανόνια, με τα οποία ήταν εξοπλισμένος, ολόκληρη την νοτιοανατολική πλευρά των τειχών της Ναυπάκτου και την κύρια πύλη της, η οποία βρισκόταν σε αυτή την πλευρά και ονομαζόταν “Μητροπολιτική”. Ένα περιφερειακό, καμπυλόμορφο, λίθινο διάζωμα, στο άνω μέρος της τοιχοδομίας του, χαρακτηριστικά βενετικό, διακοσμεί ακόμη τη γκρίζα, σκυθρωπή όψη του. Κάτω από το διάζωμα αυτό, στην εξωτερική τοιχοδομία του προμαχώνα, οι Βενετοί είχαν εντοιχίσει ανάγλυφο το έμβλημα και σύμβολό τους, το φτερωτό λέοντα του Αγίου Μάρκου, προστάτη της Βενετίας, ο οποίος διακρίνεται ακόμη για να υποδηλώνει ότι η καστροπολιτεία της Ναυπάκτου ανήκε στη Γαληνότατη Δημοκρατία της Βενετίας και να προειδοποιεί από εκεί ψηλά όσους την εποφθαλμιούσαν ότι την προστάτευαν τα στρατεύματα της Δημοκρατίας και ο ισχυρός βενετικός στόλος.

            Ο L. Salvador μας πληροφορεί ότι υπήρχαν ακόμη εντοιχισμένες στον προμαχώνα δύο επιγραφές και μια λατινική ημερομηνία MCCCCLX (1460), από την οποία μπορούμε να καθορίσουμε επακριβώς την χρονολογία ανέγερσής του.

            Οι επάλξεις του έχουν καταστραφεί και μόνο μια στρογγυλή θυρίδα για πυροβόλο, μεσαίου διαμετρήματος του 15ου αιώνα σώζεται σήμερα. Οι Τούρκοι, όταν κατέλαβαν τη Ναύπακτο, κατασκεύασαν στη νότια πλευρά του προμαχώνα μια σκεπαστή κυλινδρική σκοπιά, η οποία δεν υπάρχει σήμερα, για να κατοπτεύουν τα νοτιοανατολικά τείχη σε όλο τους το μήκος μέχρι τη θάλασσα.

            Από τα μέσα του 19ου αιώνα ο γέρικος προμαχώνας έχασε τη στρατηγική του αξία και τον πολεμικό του προορισμό, συνέχισε όμως να προσφέρει τις υπηρεσίες του στους κατοίκους, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν το δάπεδο της λιθόστρωτης ταράτσας του ως αλώνι, μέχρι πριν λίγες δεκαετίες.

            Στη βόρεια πλευρά του βενετικού προμαχώνα οι Τούρκοι κατασκεύασαν ένα σκυθρωπό, ογκώδες οχυρό, απλού ορθογώνιου παραλληλόγραμμου σχήματος, με εξαιρετικά πλατειά και συμπαγή τοιχοποιία, με θολοσκεπή πυριτιδαποθήκη και δωμάτιο της φρουράς, κατασκευασμένα στην πλευρά όπου το οχυρό ενώνεται με το βενετικό προμαχώνα. Στο οχυρό έχει ενσωματωθεί μια πύλη με δύο θύρες, από την οποία το Νεόκαστρο επικοινωνούσε με τον έξω κόσμο.

            Οι θύρες της πύλης ήταν τοξοειδείς, ξύλινες δίφυλλες, σιδερόφρακτες, ασφαλιζόμενες εσωτερικά με μοχλούς. Στους λίθινους παραστάτες σώζονται ακόμη οι υποδοχές όπου στερεώνονταν. Η εξωτερική θύρα είναι στραμμένη προς το βορρά και είναι εντελώς αθέατη από το νότο. Προστατεύεται από έναν ημικυλινδρικό προμαχώνα κι ένα ενισχυμένο παρατηρητήριο που βρίσκονται στην βόρειοανατολική πλευρά των τειχών πάνω από την πύλη, καθώς και από τα τείχη του κάστρου, το οποίο υπέρκειται του Νεόκαστρου. Στο ψηλότερο σημείο πάνω από την πύλη διακρίνει κανείς θυρίδες για τα ελαφρά όπλα, απ’ όπου η φρουρά κατόπτευε και υπεράσπιζε τον εξωτερικό χώρο μπροστά από τη θύρα. Πάνω από τη θύρα, στην εξωτερική τοιχοδομή, παρατηρεί ο επισκέπτης την ύπαρξη μια εσοχής. Εκεί οι Τούρκοι είχαν ασφαλώς εντοιχίσει ανάγλυφη πλάκα διακοσμημένη με αποτρεπτικά σύμβολα, για την προφύλαξη της πύλης και του κάστρου από ατυχίες και μοχθηρές αόρατες δυνάμεις, όπως ακριβώς συμβαίνει και με την πύλη του κάστρου της Μονεμβασιάς, πάνω από την οποία έχουν τοποθετηθεί ανάγλυφα αποτρεπτικά σύμβολα.

            Μόλις ο επισκέπτης διαβεί την εξωτερική θύρα, βρίσκεται στον ενδιάμεσο εσωτερικό χώρο της πύλης, ο οποίος έχει μια θολωτή επιβλητική οροφή, εξωτερικά αόρατη. Ίχνη τοιχογραφιών, γεωμετρικών διακοσμητικών σχεδίων διακρίνονται στο θόλο της οροφής, όπου κυριαρχούν ζωηρές αντιθέσεις πράσινου και κόκκινου χρώματος. Γραμμές κόκκινου χρώματος ξεκινούν ακτινωτά από έναν κύκλο σχεδιασμένο και αυτόν με κόκκινο χρώμα στην κορυφή του θόλου και κατευθύνονται προς τη βάση του τονίζοντας τον όγκο, το σχήμα και τη μορφή του.

            Από τον εσωτερικό χώρο της πύλης προχωρεί ο επισκέπτης στη δεύτερη θύρα της, από την οποία και εισέρχεται στο κάστρο. Η θύρα αυτή είναι τοποθετημένη, σε σχέση με την εξωτερική, σε μια νοητή ορθή γωνία, ώστε να είναι αθέατη απ’ έξω και να είναι αδύνατη η προσβολή της από πυρά πυροβόλων σε περίπτωση παραβίασης της εξωτερικής θύρας. Ταυτόχρονα, σε μια τέτοια περίπτωση, αν επακολουθούσε έφοδος, θα παρεμποδιζόταν και θα επιβραδυνόταν η είσοδος των επιτιθεμένων στο κάστρο.

            Εδώ θα πρέπει να τονιστεί ότι, και αν ακόμη οι επιτιθέμενοι περνούσαν τις θύρες, δεν θα προχωρούσαν πολύ, διότι οι Βενετοί είχαν φροντίσει στην ανατολική περίμετρο των τειχών, στο ύψος όπου είναι τα ερείπια του “Βεζύρ τζαμί” σήμερα, να υψώσουν ένα ισχυρό οχυρό ανάσχεσης που παρεμπόδιζε την περαιτέρω διείσδυση μέσα στην πόλη. Οι Τούρκοι φαίνεται ότι μέρος του οχυρού αυτού, το οποίο σιγά-σιγά εξαφανίστηκε από τη φθορά του χρόνου, ενσωμάτωσαν στο αρχιτεκτονικό συγκρότημα του τεμένους. Είχαν μάλιστα εγείρει εκεί και μια χαρακτηριστική σκεπαστή σκοπιά, η οποία έμοιαζε σα μικρός μιναρές.

            Το βορειότερο τμήμα του Νεοκάστρου είναι εντελώς έρημο. Τα δένδρα τα οποία φυτεύτηκαν εκεί και αναπτύχθηκαν σε ένα πυκνό σιωπηλό δάσος κάλυψαν και έκρυψαν τα πάντα. Ελάχιστη ίχνη οικοδομών σε ερειπιώδη κατάσταση διακρίνονται και αυτά έχουν γείρει κάτω από το βάρος των δένδρων, που ακόμη σηκώνουν. Μοναδική εξαίρεση στο βόρειο άκρο, όπου σώζεται το ισόγειο ενός τουρκικού κτιρίου, φρουριακής αρχιτεκτονικής γραμμής. Από τη χαμηλή του είσοδο ο επισκέπτης εισέρχεται σε ένα μικρό προθάλαμο και από εκεί σε μια σκοτεινή σχεδόν τετράγωνη αίθουσα, η οποία καταλαμβάνει όλο τον υπόλοιπο χώρο. Στους χονδρούς τοίχους της υπάρχουν μερικές επιμήκεις τουφεκίστρες για την άμυνα του κτιρίου. Σύμφωνα με το L. Salvador το κτίριο αυτό είχε χρησιμοποιηθεί από τους Τούρκους ως αποθήκη πυρομαχικών[20].

 

Γ΄ ΔΙΑΖΩΜΑ (ΟΥΡΑΜΑΣΙΟ): Ουραμάσιο ονομαζόταν το τρίτο από τη θάλασσα διάζωμα, πάνω ακριβώς από το Νεόκαστρο. Έχει μια εξωτερική πύλη και δύο εσωτερικές. Η κύρια εξωτερική είσοδος του διαζώματος αυτού βρίσκεται στη δυτική πλευρά των τειχών, στη βάση ενός επιβλητικού τετράγωνου πύργου, που αγέρωχα δεσπόζει σε ολόκληρη την περίμετρο των τειχών. Η αρχιτεκτονική του γραμμή μαρτυρά ότι ο πύργος είναι δημιούργημα τουρκικό και στην εξαιρετικά ισχυροποιημένη βάση του οι Τούρκοι έχουν ενσωματώσει τα υπολείμματα της τοιχοδομίας άλλου βενετικού πύργου, που ήταν κτισμένος στην ίδια ακριβώς θέση.

            Η είσοδος στο κάστρο από το σημείο αυτό γινόταν από τρεις διαδοχικές τοξωτές πύλες, τοποθετημένες ημικυκλικά γύρω από τη νοτιοανατολική πλευρά του πύργου. Η παραβίαση, λοιπόν, των πυλών και η είσοδος στο κάστρο ήταν σχεδόν αδύνατη, αφού οι επιτιθέμενοι θα έπρεπε να παραβιάσουν διαδοχικά τις τρεις πύλες βαλλόμενοι συνεχώς από τις επάλξεις του πύργου. Στην εσωτερική, την τρίτη και τελευταία, θα είχαν επιπλέον ν’ αντιμετωπίσουν τους αμυνομένους από τις επάλξεις του εσωτερικού τείχους και την τρομερή ζεματίστρα, της οποίας διακρίνονται υπολείμματα.

            Τα δυτικά τείχη του κάστρου, αν και είναι δυσπρόσβλητα και δυσπρόσιτα λόγω της μεγάλης κλίσης και της τραχύτητας του εδάφους όπου ορθώνονται, έχουν ισχυροποιηθεί με έναν τετράγωνο προμαχώνα, ο οποίος έχει κτιστεί στο μέσο περίπου του μήκους τους για την ενίσχυση και πλαγιοφύλαξή τους.

            Προς τα νοτιοανατολικά, μέσα στο δασωμένο κάστρο και ακολουθώντας εσωτερικά την περίμετρο των τειχών, διαπιστώνει κανείς ότι,σε πολλά σημεία, το κάτω μέρος των τειχών αποτελείται από ισοδομική τοιχοποιία, τυπικά βενετική, ενώ το άνω μέρος των τειχών και οι επάλξεις αποτελούν νεότερες, τουρκικές κατασκευές πάνω στα απομεινάρια των βενετικών τειχών. Το πλέον ενδιαφέρον σημείo της νότιας πλευράς των τειχών είναι η τοξωτή πύλη που οδηγούσε από το Νεόκαστρο στο Ουραμάσιο.

            Μπροστά από την πύλη οι Βενετοί είχαν κατασκευάσει έναν ισχυρό προμαχώνα με τρεις θυρίδες πυροβόλων ανοίγματος περίπου 45ο, εξοπλισμένο με κανόνια για την προστασία της και τον έλεγχο των ανερχομένων από το Νεόκαστρο, μέσω μιας εσωτερικής οφιοειδούς οδού. Η αμυντική προστασία της πύλης ολοκληρώνεται με έναν ακόμη προμαχώνα και έναν πύργο που προβάλλουν απειλητικά από τα τείχη, την καλύπτουν με τον όγκο τους και την προστατεύουν, ενώ ταυτόχρονα ελέγχουν και αυτοί την πρόσβαση προς την πύλη καθιστώντας την για τους επιτιθεμένους επικίνδυνη και δυσπρόσιτη. Πάνω στον προμαχώνα μια σκεπαστή σκοπιά σαν αετοφωλιά επέτρεπε στον φύλακα της πύλης να κατοπτεύει όλη την γύρω περιοχή. Λίγο ανατολικότερα από την εσωτερική αυτή πύλη επικοινωνίας τα νότια τείχη του κάστρου, τα οποία είναι δυσπρόσιτα, τελειώνουν σε ένα οχυρό κτισμένο πάνω σε μια δεσπόζουσα για την φύλαξη της νότιας πλευράς των τειχών θέση και αρχίζουν τα ανατολικά τείχη, τα οποία, θεμελιωμένα σε ένα εξαιρετικά βραχώδες και τραχύ έδαφος, προχωρούν από το νότο προς το βορρά, μέχρι να συναντήσουν τα τείχη του τελευταίου διαζώματος του φρουρίου της Ναυπάκτου, του Περιτορίου[21].

Δ΄ ΔΙΑΖΩΜΑ (ΠΕΡΙΤΟΡΙΟ): Στο ψηλότερο σημείο της Ναυπάκτου υψώνεται το Περιτόριο, το οποίο είναι το τελευταίο πριν από την Ακρόπολη κάστρο της. Στα τείχη και στο εσωτερικό του η παρουσία της βυζαντινής αρχιτεκτονικής τέχνης είναι έκδηλη και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα.

Οι αρχαίοι Έλληνες με την λέξη “περιτόριο” χαρακτήριζαν ένα αντικείμενο και ειδικότερα ένα όπλο, το οποίο ήταν περιμετρικά διακοσμημένο. Έτσι λοιπόν το αξιόλογο αυτό βυζαντινό κάστρο πήρε ασφαλώς την ονομασία του από τη διακόσμηση, την οποία έφεραν τα τείχη του σε ολόκληρη την περίμετρό τους. Το είδος της διακόσμησης δεν είναι γνωστό, αλλά μπορούμε με ασφάλεια να υποθέσουμε ότι θα το αποτελούσαν ταινίες από κόκκινους οπτόπλινθους (τούβλα), περίτεχνα ενσωματωμένες στη μάζα της λιθοδομής του.

            Φράγκοι, Βενετοί και Τούρκοι συνέχισαν να οχυρώνουν το βυζαντινό αυτό τμήμα του Φρουρίου, που αποτελούσε ένα από τα τελευταία και ισχυρότερα σημεία άμυνας για τους υπερασπιστές, σε περίπτωση που τα υπόλοιπα οχυρά της Ναυπάκτου είχαν καταληφθεί και η υπεράσπισή τους εξουδετερωθεί. Μια πύλη στα νοτιοδυτικά τείχη του Περιτορίου οδηγεί από το Ουραμάσιο προς το Περιτόριο. Η πύλη, τοξωτή και αυτή, δεν έχει καμία μεγαλοπρέπεια, αντίθετα είναι σχετικά χαμηλή και μικρή, ώστε η παραβίασή της να είναι δύσκολη. Επιπλέον δεν υπάρχει αρκετός ελεύθερος χώρος μπροστά απ’ αυτήν, ώστε σε περίπτωση εφόδου να μη μπορούν να συγκεντρωθούν εκεί πολυάριθμοι επιτιθέμενοι.

            Ένας συμπαγής τετράγωνος προμαχώνας με εξαιρετικά ισχυροποιημένη τοιχοποιία για να αντέχει σε κανονιοβολισμό, φύλακας και προστάτης της πύλης, υψώνεται απειλητικός στα δυτικά της σε ορθή γωνία με τα νότια τείχη του Περιτορίου. Οι αμυνόμενοι από τα νότια τείχη του κάστρου εύκολα, σε περίπτωση εφόδου, μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τους επιτιθέμενους από την οδό που οδηγεί προς την πύλη.

            Εκτός από τον προμαχώνα στην πύλη, η κύρια άμυνα των νότιων τειχών του διαζώματος ενισχύεται με έναν πύργο τοποθετημένο στη μέση περίπου του μήκους των τειχών, ο οποίος χρονολογείται από τον 15ο αιώνα. Ένα παρατηρητήριο, κατασκευασμένο πάνω στα τείχη σε ένα προσεκτικά επιλεγμένο σημείο τους, προσέφερε στη φρουρά ένα μαγευτικό οπτικό πεδίο και ταυτόχρονα της επέτρεπε να κατοπτεύει ολόκληρη την πόλη και τη θάλασσα που απλώνεται πέρα από αυτή μέχρι τις ακτές και τα βουνά της Πελοποννήσου. Μια καμπάνα τοποθετημένη στο παρατηρητήριο σήμαινε συναγερμό, μόλις εχθρικά στρατεύματα ή καράβια έκαναν την εμφάνισή τους στον ορίζοντα, κινητοποιώντας την φρουρά και ολόκληρη την καστροπολιτεία.

            Το μεγαλύτερο μέρος της τοιχοδομίας των νότιων τειχών ανήκει στην περίοδο της πρώτης τουρκικής κατοχής της Ναυπάκτου (1499-1687). Οι Τούρκοι για την κατασκευή τους χρησιμοποίησαν αρκετά οικοδομικά υλικά και αρχιτεκτονικά στοιχεία βυζαντινά, τα οποία βρήκαν στο Περιτόριο και ενσωμάτωσαν στα τείχη. Η εξωτερική τοιχοδομία είναι εκείνη των τουρκικών τειχών, η εσωτερική όμως αποτελεί μέρος των τειχών του βυζαντινού Περιτορίου. Η διαφορά της τεχνικής της κατασκευής των τειχών, αλλά και της όλης αρχιτεκτονικής εμφάνισης, είναι εμφανής. Τα βυζαντινά τείχη δεν έχουν πλέον συγκεκριμένη μορφή, αρχή και τέλος, διότι είναι τμήμα και μόνο του βυζαντινού κάστρου. Διακρίνονται όμως και ξεχωρίζουν από την τεχνική της κατασκευής τους και τους διακοσμητικούς οπτόπλινθους, τους οποίους διακρίνει ο επισκέπτης σε μεγάλο αριθμό, τοποθετημένους στην εξωτερική επιφάνειά τους. Αν και η τοιχοδομία τους είναι γερασμένη και οι λίθοι που την αποτελούν πορώδεις και σκαμμένοι πλέον από το χρόνο, τη διακρίνει η επιμέλεια και η τεχνική τελειότητα της κατασκευής της, καθώς και η εμφανής προσπάθεια διακόσμησής της. Αντίθετα, τα νεότερα τείχη του Περιτορίου, με τις χωρίς ιδιαίτερη συμμετρία ογκώδεις, γκρίζες, σκυθρωπές λίθινες μάζες τους, έχουν μια όψη ζοφερή και ένα χαρακτήρα πρωταρχικά αμυντικό και δυναμικό.

            Η αισθητική και η αρμονία της γεωμετρίας χαρακτηρίζουν την ανατολική βυζαντινή πλευρά των τειχών του Περιτορίου. Ταινίες από οπτόπλινθους, επιδέξια φιλοτεχνημένες και τοξωτά ανοίγματα τοποθετημένα σε κανονικές και ίσες μεταξύ τους αποστάσεις, διακοσμούν τη συμπαγή τοιχοδομία του τείχους.

            Η βόρεια πλευρά των τειχών του κάστρου συνορεύει με την Ακρόπολη, η οποία είναι και το τελευταίο της οχυρό. Η δυτική πλευρά του Περιτορίου έχει τους περισσότερους προμαχώνες, όλους τετράγωνου σχήματος. Οι εκάστοτε κύριοι της Ναυπάκτου θεωρούσαν ως ισχνή την άμυνα του Περιτορίου από τη δυτική του πλευρά και τούτο, διότι το έδαφος είναι ομαλότερο απ’ αυτή την πλευρά απ’ ό,τι από την ανατολική. Για το λόγο αυτό φρόντισαν να ισχυροποιήσουν τα δυτικά τείχη από την Ακρόπολη μέχρι τα νότια τείχη του Περιτορίου με τετραγώνους προμαχώνες, ικανούς να κρατούν σε απόσταση κάθε επιτιθέμενο και ταυτόχρονα να πλαγιοφυλάσσουν τα δυτικά τείχη.

            Όμως η δυτική πλευρά των τειχών έχει υποστεί πολύ μεγάλη φθορά από τη φυσική δραστηριότητα του δάσους, το οποίο φυτεύτηκε εκεί. Εξαιτίας της αποσάθρωσης των τειχών και των θεμελίων τους που δημιούργησαν οι ρίζες των φυτών, ένα τμήμα του τείχους έχει σωριαστεί σε ερείπια, ενώ μεγάλες επιφάνειές του έχουν μεταβληθεί σε απλές και ετοιμόρροπες ξερολιθιές.

            Στο κέντρο σχεδόν του Περιτορίου σώζεται μια εκκλησία, ρυθμού βασιλικής, αφιερωμένη στον προφήτη Ηλία. Την εποχή της Τουρκοκρατίας η εκκλησία αυτή ήταν τέμενος, το οποίο με την επανάκτηση της Ναυπάκτου από τους Έλληνες μετατράπηκε σε εκκλησία.

Ο L. Salvator μας βεβαιώνει ότι στην ίδια θέση υπήρχε παλαιότερος ναός από την εποχή των βυζαντινών αυτοκρατόρων Κωνσταντίνων, χωρίς όμως να προσδιορίζει ποιον απ’ όλους τους αυτοκράτορες που βασίλευαν με το όνομα Κωνσταντίνος εννοεί.

Εκτός από τα ερείπια κτισμάτων βυζαντινής αρχιτεκτονικής, τα οποία υπάρχουν διάσπαρτα μέσα στον περιτειχισμένο χώρο του Περιτορίου, για να θυμίζουν στον επισκέπτη τις λαμπρές ημέρες του κάστρου την εποχή των δεσποτών της Ηπείρου, άξιες λόγου είναι οι δύο υπόγειες δεξαμενές νερού μεγάλων διαστάσεων, οι οποίες είχαν κατασκευασθεί για τη συλλογή και αποθήκευση νερού, ώστε να καλύπτουν τις ανάγκες των πολιορκημένων σε δύσκολες εποχές μακροχρόνιων πολιορκιών.

Η παράδοση αναφέρει πως απ’ εδώ ξεκινούσε υπόγεια δίοδος που οδηγούσε σε μεγάλη απόσταση δυτικά έξω από το κάστρο.

           

Ε΄ ΔΙΑΖΩΜΑ (Η ΑΚΡΟΠΟΛΗ): Η Ακρόπολη της Ναυπάκτου βρίσκεται στο βορειοδυτικό και ψηλότερο σημείο του Περιτόριου, του οποίου στην ουσία αποτελεί τμήμα του. Ο μικρός σε εμβαδόν χώρος του τελευταίου αυτού διαζώματος μοιράζεται σε δύο επίπεδα που επικοινωνούν με έναν ανηφορικό λιθόστρωτο διάδρομο, πλάτους περίπου δύο μέτρων, ο οποίος οδηγεί στο ψηλότερο σημείο των οχυρών της Aκρόπολης. Από αυτόν το διάδρομο ανέβαζαν τα κανόνια στην ταράτσα των οχυρών και τα τοποθετούσαν σε εξέδρες, με στραμμένα τα στόμιά τους προς τα γύρω υψώματα, έχοντας όμως τη δυνατότητα να στραφούν αυτά και να προστατεύσουν τα δυτικά τείχη του Περιτόριου μέχρι το Ουραμάσιο.

            Στο πρώτο επίπεδο συναντάμε μία μεγάλη υπόγεια δεξαμενή νερού και αμέσως μετά βρισκόμαστε μπροστά σε δύο μικρά τοξωτά ανοίγματα στην τοιχοδομία, τα οποία κάποτε ήταν θύρες. Το ανατολικό από τα δύο αυτά τοξωτά ανοίγματα οδηγεί σε μια σκοτεινή, θολωτή, ευρύχωρη αίθουσα, στο δάπεδο της οποίας παρατηρεί ο επισκέπτης ένα κυκλικό άνοιγμα φραγμένο σήμερα με λίθους και χώμα. Η αίθουσα αυτή μέσω ενός τοξωτού εσωτερικού ανοίγματος επικοινωνεί με μια άλλη δίδυμη προς αυτή αίθουσα.

            Το δυτικό από τα δύο τοξωτά ανοίγματα, στην πλευρική τοιχοποιία του οποίου έχει εντοιχιστεί ένα κομμάτι μάρμαρο περίτεχνα σκαλισμένο, βυζαντινής τεχνοτροπίας, οδηγεί σε μια επίσης θολωτή αίθουσα ενωμένη και αυτή με μια δίδυμή της αίθουσα. Στο σκοτεινό βόρειο τοίχο της αίθουσας διακρίνεται ένα στενό, χαμηλό άνοιγμα, το οποίο μέσω μιας στοάς κατηφορικής οδηγεί έξω από την Aκρόπολη, σ’ ένα χώρο απόκρημνο, όπου παλαιότερα υπήρχε προμαχώνας. Σε δύο τουλάχιστον σημεία της στοάς θύρες απέκλειαν τη δίοδο. Η κλίση η οποία έχει δοθεί στην πλευρική της τοιχοποιία ήταν ένας απλός και πρακτικός τρόπος, ώστε σε περίπτωση κατά την οποία πολιορκητές τοποθετούσαν πυροβόλα στα απέναντι υψώματα, να μην έχουν την παραμικρή δυνατότητα να βάλουν δια της στοάς την αίθουσα, η οποία βρίσκεται σε ευαίσθητη θέση μέσα στα οχυρά της Ακρόπολης.

            Ο Lunwing Salvator αναφέρει ότι απ’ αυτή την τελευταία αίθουσα υπάρχει υπόγεια διάβαση που οδηγεί στο Αντίρριο, η οποία σε μεγάλο μήκος είναι βατή. Σήμερα δεν υπάρχουν ίχνη της υπόγειας αυτής διάβασης. Το πιθανότερο είναι ότι ο γερμανός περιηγητής, ο οποίος διέσωσε με την πένα του πολλές μαρτυρίες και στοιχεία της παλαιάς Ναυπάκτου, παραπλανήθηκε από τη στενή στοά που οδηγούσε στον προμαχώνα έξω από την Ακρόπολη και τη θεώρησε ως υπόγεια διάβαση[22].

            Η εξωτερική τοιχοδομία των οχυρών έχει όλα τα χαρακτηριστικά της βυζαντινής αρχιτεκτονικής. Κατεργασμένοι και ημικατεργασμένοι λίθοι καθώς και οπτόπλινθοι κόκκινου χρώματος έχουν τοποθετηθεί και αρμολογηθεί με την δομική τεχνική και ακρίβεια των βυζαντινών τεχνιτών, την οποία έμαθαν, υιοθέτησαν και συνέχισαν οι Τούρκοι. Σε ορισμένα σημεία της τοιχοδομίας διακρίνονται τα περιγράμματα τοξωτών παραθύρων, τα οποία έχουν φραχθεί κατά την διάρκεια της μακρόχρονης ιστορίας της Ακρόπολης, μέσα στα πλαίσια της προσαρμογής των οχυρών της στις ανάγκες της άμυνας που δημιουργούσαν η αλλαγή της πολεμικής τέχνης και της τακτικής των πολιορκιών.

 

ΣΧΕΔΙΑΣΜΑΤΑ & ΜΙΚΡΟΓΡΑΦΙΕΣ ΜΕ ΘΕΜΑ ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ

Αυτό το ιδιόμορφο σχήμα της αμυντικής αρχιτεκτονικής της Ναυπάκτου είχε ως αποτέλεσμα να την παρομοιάζουν με την Παπική Τιάρα. Η οχύρωση αυτή της Ναυπάκτου έγινε αντικείμενο περιγραφής από διανοούμενους ταξιδιώτες, γεωγράφους, ζωγράφους και ιστορικούς ανά τους αιώνες. Επειδή πιστεύουμε ότι τα σχεδιάσματα που έχουν εντοπισθεί μέχρι σήμερα με αντικείμενο το κάστρο της Ναυπάκτου παρουσιάζουν ενδιαφέρον, θα προσπαθήσουμε να δώσουμε ένα μικρό δείγμα των αντιπροσωπευτικότερων.

Το πρωιμότερο σχεδίασμα του κάστρου της Ναυπάκτου είναι, όπως μας γνώρισε ο καθηγητής του Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης κ. Αργύρης Πετρονώτης, ένα σχέδιο των οχυρώσεων της Ναυπάκτου που είχε τεθεί υπόψη των αρμοδίων αρχών της Βενετίας το Μάρτιο του έτους 1499 και απεικόνιζε την αμυντική ικανότητά του εν όψει της Οθωμανικής απειλής. Η μορφή του σχεδίου αυτού προσομοιάζει με ένα ισοσκελές τρίγωνο με βάση την επιθαλάσσια οχύρωση, η οποία δεν διαγράφεται ολόκληρη, μάλλον ως μη εμπνέουσα ανησυχία στην θαλασσοκράτειρα Βενετία. Στο επάνω μέρος τονίζεται η τειχισμένη κορφή του υψώματος της Ναυπάκτου ως ενιαία Aκρόπολη, που διαχωρίζεται από εγκάρσιο οχυρό εφοδιασμένο με πυλώνα. Συνεχίζοντας από το κορυφαίο φρούριο διακρίνουμε δύο εγκάρσιους τοίχους οχυρωμένους επίσης με πύργους, δημιουργώντας έτσι τρεις ακόμα περίκλειστους τομείς έως τη θάλασσα.

Μία πιο ολοκληρωμένη εικόνα της Ναυπάκτου παρέχεται από δύο Τούρκικες μικρογραφίες. Η πρώτη μικρογραφία φιλοτεχνήθηκε στα μέσα του 16ου αιώνα από τον Τούρκο ζωγράφο Nasuh Matrakci, που συνόδευε τον Σουλτάνο Βαγιαζίτ Β΄ στις εκστρατείες του. Το σκαρίφημα αυτό πρέπει να καταρτίσθηκε γύρω στο 1499 m.X., όταν ο σουλτάνος Βογιαζήτ Β΄ κατέλαβε τη Ναύπακτο, αφού ο παραπάνω ζωγράφος ακολουθούσε τον σουλτάνο Βογιαζήτ στις εκστρατείες του. Η μικρογραφία εμφανίζει μόνο τρία διαζώματα, που τα ξεχωρίζουν δύο διατειχίσματα. Επίσης εμφανίζει το οχυρό λιμάνι καθώς και από μία τάφρο με γεφύρι στην ανατολική και στη δυτική πύλη. Η πόλη εντός των τειχών σχεδιάζεται ασφυκτικά γεμάτη κατοικίες, γεγονός που δεν είναι σίγουρο αν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα ή οφείλεται και σε διακοσμητικούς λόγους.

Η δεύτερη τούρκικη μικρογραφία είναι αγνώστου καλλιτέχνη και εκτέθηκε το 1983 στο Τόπ-Καπί Σεράι στην Κωνσταντινούπολη, στα πλαίσια της 18ης ΄Έκθεσης του Συμβουλίου της Ευρώπης με τίτλο “ Οι Πολιτισμοί της Ανατολίας”. Ένα πολύ πιστό αντίγραφο της μικρογραφίας που ανήκει στις συλλογές του Μουσείου Μπενάκη. Στη μικρογραφία αυτή η σύνθεση οργανώνεται με βάση δυο πυρήνες. Ο ένας στο κέντρο δείχνει την πόλη με το λιμάνι της και το φρούριο να περιβάλλεται από γαλάζια λωρίδα που παριστάνει την τάφρο. Ο δεύτερος κάτω αριστερά απεικονίζει τα δύο αντικριστά φρούρια του Ρίου και του Αντιρρίου. Η προσπάθεια καταγραφής γεγονότων και πραγμάτων και η σχολαστική εμμονή στις διακοσμητικές λεπτομέρειες συμβάλλουν στη δημιουργία μιας σύνθεσης υψηλής καλλιτεχνικής ποιότητας. Τέλος, στη μικρογραφία αυτή φαίνεται να υπάρχουν τέσσερα διατειχίσματα που διαμορφώνουν πέντε διαζώματα, όσα δηλαδή είναι στην πραγματικότητα.

Ο Εβλιγιά Τσελεμπή, τούρκος περιηγητής και συγγραφέας δεκάτομου οδοιπορικού, επισκέφθηκε μεταξύ 1668 -1670 τη Ναύπακτο. Για το φρούριο γράφει ότι είναι απόρθητο και δεν υπάρχει όμοιό του στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στο κείμενό του παραθέτει σχεδίασμα που είναι και το μοναδικό στο οδοιπορικό του. Το σχεδίασμα αυτό είναι πρόχειρο και δεν προβάλλει κάποιο σημαντικό στοιχείο.

            Λίγα χρόνια αργότερα από τον Εβλιγιά Τσελεμπή, στα 1675, επισκέφθηκε τη Ναύπακτο ο Άγγλος Ράντολφ Μπέρναρντ, ο οποίος μετράει έξι, αντί για τέσσερα, τείχη μεταξύ της θάλασσας και του κάστρου. Εκεί μέσα γράφει υπάρχουν σκόρπια σπίτια, τα περισσότερα προς την πλευρά της θάλασσας.

Το 1676 βρέθηκαν, για δέκα ημέρες, στη Ναύπακτο ο Γάλλος αρχαιόφιλος γιατρός από τη Λυών Jakob Spon και ο Άγγλος βοτανολόγος και τοπογράφος George Wheler. Ο Spon σε μία απεικόνιση της Ναυπάκτου σχεδιάζει ανάμεσα στα δύο αραιοκατοικημένα προάστια την τειχισμένη πόλη με το οχυρό της λιμάνι και τρεις (αντί για τέσσερις) εγκάρσιους τοίχους με επάλξεις και πύλη. Και ενώ παριστάνει τρία διατειχίσματα γράφει ότι, για να φθάσεις στην κορυφή του κάστρου, πρέπει να περάσεις τέσσερα ή πέντε τείχη. Πάνω στις οχυρώσεις του φρουρίου πρόσεξε σε πολλά μέρη να διατηρούνται πλάκες με ανάγλυφο το λιοντάρι του Αγίου Μάρκου της Βενετίας.

Ο Wheler στο δικό του οδοιπορικό είναι λιγότερο λεπτομερής, αλλά περισσότερο σαφής. Παρατηρεί ότι για να ανέβεις στην Ακρόπολη πρέπει να περάσεις τέσσερις σειρές τειχών, τα οποία, κοιτάζοντάς τα από μακριά, μοιάζουν αρκετά με Τιάρα Πάπα.

            Ο Vincenzo Coronelli, γεωγράφος και κοσμογράφος της Βενετίας επισκέφθηκε την πόλη στα 1685, με σχέδιό του μας δίνει μια ζωντανότερη και ρεαλιστικότερη εικόνα της Ναυπάκτου, η οποία όμως επίσης έχει αδυναμίες, αφού παραλείπονται οι δύο τάφροι και σημειώνονται μόνο τρία διατειχίσματα.

            Στα 1813 ο Άγγλος William Turner βρήκε το κάστρο της Ναυπάκτου εντελώς ερειπωμένο, στα τείχη του οποίου μέτρησε 25-30 κανόνια. Επίσης σημειώνει “φτωχό χωριό ο οικισμός, πληθυσμός του μόνο η φρουρά του κάστρου και λίγες τούρκικες οικογένειες που μιλάνε ελληνικά”.

Ο Dodwell ταξιδεύοντας με τον Ιταλό ζωγράφο Simone Pomardi πέρασαν από τον κόλπο της Ναυπακτου πάνω σ’ ένα ιστιοφόρο το 1805. Ο Pomardi σχεδίασε το στενό Ρίου Αντιρρίου καθώς και μία ωραία άποψη της Ναυπάκτου. Στο σχεδίασμα αυτό διακρίνονται τρεις εγκάρσιοι τοίχοι μέσα στο Φρούριο. Προφανώς το διατείχισμα ψηλά στην Ακρόπολη δεν ήταν ορατό από τη θάλασσα. Σχεδίασε όμως μάλλον με αξιόπιστο τρόπο έξι μιναρέδες.

            Στις μεταγενέστερες εικαστικές πηγές για τη μορφή της πόλης μπορούμε να εντάξουμε και το πρώτο τοπογραφικό σχέδιο της Ναυπάκτου του Β. Νικολαϊδη την 11η Αυγούστου 1837. Στο σχέδιο αυτό σημειώθηκαν εκτός του ανατολικού και δυτικού βραχίονα του τείχους, οι τρεις εγκάρσιοι, το ημικυκλικό λιμανάκι και το δυτικό προάστιο.

Παραλείφθηκαν τα σπίτια της τότε πολίχνης στην παρά το λιμάνι πλατεία και στα βόρεια και τα ανατολικά της υποδηλώθηκε μόνον η θέση ενός σχολείου και μίας βρύσης στα δυτικά. Ψηλά στο λόφο σημειώθηκε η εκκλησία του προφήτη Ηλία με στρατιωτικά κτίσματα στα βόρεια και μία πυριτιδαποθήκη στα νότια. Στον κάτω ευρύχωρο περίβολο, σε βραχώδες έξαρμα, όπου σημειώνονται οι τελευταίες υψομετρικές καμπύλες, σχεδιάστηκε μεγάλος προμαχώνας, κάτω από τον οποίον υπήρχε στρατώνας και βρύση, στον προς ανατολάς του προμαχώνα ελεύθερο χώρο[23].

 

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΣΤΟ ΚΑΣΤΡΟ

            1.Το Λιμάνι: Οι δύο βραχίονες του κάστρου, οι οποίοι ξεκινούν από την κορυφή του λόφου καταλήγουν στη θάλασσα, όπου με δύο πύργους κλείνουν την είσοδο του λιμανιού. Το μικρό και γραφικό αυτό λιμάνι έχει σχήμα πετάλου με άνοιγμα εισόδου 35 μέτρα. Δεξιά και αριστερά της εισόδου του υπάρχουν δύο πύργοι.

            Η Ναύπακτος, λοιπόν, καθώς και το παρακείμενο στενό του Αντιρρίου ήταν από την αρχαιότητα ισχυρό λιμάνι εμπορικής και στρατηγικής σημασίας. Δέσποζε στην είσοδο του Κορινθιακού κόλπου και επέβλεπε όλη τη νότια Αιτωλία. Αυτό το σημείο επέλεξαν οι Δωριείς κατά τους προϊστορικούς χρόνους να κατασκευάσουν τα πλοία τους για να κατακτήσουν την Πελοπόννησο.

Οι Λακεδαιμόνιοι κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο, όπως γράφει ο Θουκυδίδης, παρέκαμψαν τη Ναύπακτο, επειδή ήταν ισχυρό οχυρό, κατά την εκστρατεία τους κατά των Ακαρνάνων. Τη Ναύπακτο είχε ως βάση ο ναύαρχος των Αθηναίων Φορμίωνας, ο οποίος νίκησε δύο φορές σε αντίστοιχες ναυμαχίες κοντά σ’ αυτήν τους Λακεδαιμονίους.

            Κατά τη βυζαντινή εποχή το λιμάνι της Ναυπάκτου εθεωρείτο και ήταν “σπουδαίο επιθαλάσσσιο φρούριο”[24]. Την άποψη αυτή επιβεβαιώνει και η μαρτυρία του Εβραίου περιηγητή Βενιαμίν του εκ της Τουδέλης, ο οποίος κατά το πέρασμά του από τη Ναύπακτο τον 12ο αιώνα, επισημαίνει τη σπουδαιότητα του λιμανιού, όπου ζούσε και εβραϊκή κοινότητα από 100 άτομα.

Οι Αγγελοδούκες Κομνηνοί, δεσπότες της Ηπείρου, στη Ναύπακτο στήριξαν την προσπάθειά τους να αναπτύξουν τη θαλάσσια δύναμη της επικράτειάς τους, διότι εδώ συνέτρεχαν οι ευνοϊκότεροι όροι για τον σκοπό αυτόν[25].

Σ’ αυτό το μικρό και γραφικό λιμανάκι, που σήμερα κρατάει στην αγκαλιά του βαρκούλες, καϊκια και μικρά τουριστικά πλοιάρια, στα χρόνια της Βενετοκρατίας άραζαν γαλέρες και μπρατσέρες της Δημοκρατίας των Ενετών, οι οποίοι θεωρούσαν το Λεπάντο (τη Ναύπακτο) από τα μεγαλύτερα και τα ισχυρότερα ερείσματα της κυριαρχίας τους στη Μεσόγειο.

Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας το λιμάνι της είχε καταστήσει την πόλη της Ναυπάκτου σημαντικό εμπορικό κέντρο, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνεται και από την ύπαρξη στη Ναύπακτο πολυάριθμων Εβραίων, οι οποίοι είχαν τρεις συναγωγές.

Για τους ίδιους λόγους τους επόμενους αιώνες, οι πειρατές έβρισκαν προσιτό το λιμάνι της Ναυπάκτου για να εγκαταστήσουν την έδρα τους, απ’ όπου εξορμούσαν για να τρομοκρατήσουν όλη την κεντρική Μεσόγειο. Εδώ είχε εγκατασταθεί και ο περιβόητος αρχιπειρατής Ντουράτς- Μπέη. Για το γεγονός ότι η Ναύπακτος είχε καταστεί διάσημο πειρατικό λιμάνι επονομάσθηκε και “Μικρό Αλγέρι”.

Τέλος, η σημασία του λιμανιού της Ναυπάκτου ως ναυτικής βάσης τονίζεται από το γεγονός ότι το 1571 ολόκληρος ο τουρκικός στόλος χρησιμοποίησε ως ορμητήριο το λιμάνι της Ναυπάκτου κατά την ομώνυμη Ναυμαχία της 7ης Οκτωβρίου 1571.

Περιγραφή του λιμανιού από περιηγητές. Διάφοροι περιηγητές που επισκέφθηκαν στο πέρασμα των αιώνων την πόλη της Ναυπάκτου δεν παρέλειψαν να αναφερθούν ή να σχεδιάσουν και το μικρό κι οχυρό λιμανάκι της Ναυπάκτου.

Σε σχεδίασμα του Rosaccio[26] που επισκέφθηκε τη Ναύπακτο στα 1598, διακρίνεται το φανταστικό περίγραμμα του φρουρίου, μία προβλήτα, για να δηλωθεί το λιμάνι, και σε διάταξη, με απλοϊκό οπωσδήποτε τρόπο, ο χριστιανικός και μουσουλμανικός στόλος πριν την Ναυμαχία της Ναυπάκτου το 1571μ. Χ..

Ο Γάλλος γιατρός Jacob Spon (1675-1676) επισκέφθηκε το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα τη Ναύπακτο. Κατά την περιγραφή του ο Spon γράφει ότι η μικρή είσοδος του λιμανιού, που την έφραζαν με αλυσίδα, μόλις που επέτρεπε σε δύο μικρές μπρατσέρες να βρουν προστασία μέσα σ’ αυτό. Δεξιά και αριστερά στην είσοδό του οι δύο πύργοι. Ο ανατολικός ήταν όπως είναι και σήμερα. Ο δυτικός σε σχήμα τετραγώνου, στολισμένος από μία επιβλητική χουρμαδιά, χρησιμοποιούνταν για το στρατωνισμό της φρουράς του λιμανιού. O Spon εντυπωσιάστηκε που είδε καράβια να μη μπορούν να βγουν από το λιμάνι, επειδή δεν υπήρχε “πολλή θάλασσα” στην είσοδο, κι έπρεπε να περιμένουν τη φουσκονεριά για να αποπλεύσουν. Το πρωί τα νερά εισέρχονται από τον πορθμό των δύο φρουρίων (Ρίου- Αντιρρίου) και το βράδυ γυρνούν πίσω.

Στο κεφάλαιο του βιβλίου του που αναφέρεται στη Ναύπακτο (Lepanto), την οποία επισκέφθηκε το 1675, ο περιηγητής Bernard Randolph, αφού τοποθετήσει την πόλη γεωγραφικά στην ακτή της Ρούμελης τρία μίλια από τα κάστρα Ρίου - Αντιρρίου, μιλά για το μοναδικό κάστρο της Ναυπάκτου με τους έξι περιβόλους και τα σπίτια που είναι κτισμένα ανάμεσά τους. Το λιμάνι, την εποχή που επισκέφθηκε τη Ναύπακτο ο Randolph, προστατευόταν μόλις από τρία ή τέσσερα κανόνια, αν και διέθετε πολλές θέσεις.

Συνεχίζοντας την αναφορά του ο Βρετανός περιηγητής, παραθέτει στοιχεία από την ιστορία της Ναυπάκτου επισημαίνοντας ότι υπήρξε “φωλιά πειρατών”, ότι με το λιμάνι της ως ορμητήριο ο φοβερός πειρατής Ντουράτς Μπέης τρομοκρατούσε όλη την περιοχή μέχρι τη Ζάκυνθο και την Κεφαλληνία, και ότι η πόλη πέρασε από τους Ενετούς στους Τούρκους το 1499 ύστερα από μακρά πολιορκία. Η Ναύπακτος την εποχή εκείνη, είναι σύμφωνα με το Randolph, σημαντικό εμπορικό κέντρο με τελωνειακή αρχή που επιβάλλει τέλη χρήσης του λιμανιού σε όλα τα πλοία που εισέρχονται, ή εξέρχονται[27].

Σε γκραβούρα με τίτλο “Hafen von Lepanto”, δηλαδή “Το λιμάνι της Ναυπάκτου”, που δημοσιεύθηκε στο βιβλίο του γερμανού περιηγητή Lunwing Salvator με τίτλο “Eine Spazierfahrt im Golf von Korinth”, που εκδόθηκε στην Πράγα το 1876, φαίνεται ένα κτίριο δίπλα από το δυτικό πύργο του λιμανιού, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται η σκάλα που οδηγεί στο άγαλμα του Ανεμογιάννη. Το παλαιό αυτό κτίριο στέγαζε το Δασαρχείο και γύρω στα 1930 οικογένειες Μικρασιατών προσφύγων που ασχολούνταν με την αλιεία, όπως σημειώνει ο κ. Ιωάννης Βαρδακουλάς σε σχετική του εργασία.

Πάνω και στους δύο αυτούς πύργους, όπως φαίνεται στη γκραβούρα, υπήρχε από μία σκοπιά (κούκος), που σήμερα διασώζεται μόνο στον ανατολικό πύργο, στην οποία είναι στερεωμένο το φανάρι του λιμανιού.

 

ΤΟ ΛΙΜΑΝΙ ΣΤΑ ΝΕΩΤΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ. Μετά την απελευθέρωση της Ναυπάκτου το 1829, το λιμάνι της εξακολουθούσε να αποτελεί σημαντικό συγκοινωνιακό και εμπορικό κέντρο που έδινε ζωή και κίνηση στην πόλη. Από το λιμάνι γινόταν η μεταφορά με καΐκια προς την ακτή της Αχαΐας, τον Ψαθόπυργο και την Πάτρα. Επίσης για πολλά χρόνια η συγκοινωνία με την πρωτεύουσα του νομού, το Μεσολόγγι, γινόταν με καΐκια από τη Ναύπακτο στην Πάτρα, από εκεί στο Κρυονέρι και στη συνέχεια μέσο ξηράς έφθανε κανείς στο Μεσολόγγι.

Τέλος, στον προλιμένα της Ναυπάκτου έφταναν με μεγάλα καράβια τα εμπορεύματα, τα οποία μεταφέρονταν στα χωριά της ορεινής Ναυπακτίας και τη Δωρίδα. Οι δραστηριότητες αυτές έδιναν ζωή στο λιμάνι και στη γύρω απ’ αυτό περιοχή, το λεγόμενο Στενοπάζαρο.

Στο γραφικό λιμανάκι μας την παλαιότερη εποχή λικνίζονταν τα καΐκια των Κ. Γρίβα, Κοκόγια, Μαϊκαντή, Σκοπελίτη, Πατάκα, Κουλούρη, Περικλή Οικονόμου, Σπ. και Κ. Βουτσινά, Πανούτσου, Ρέππα και άλλων. Στην αποβάθρα του λιμανιού άραζαν τα βαποράκια “Νίνα”, “Θάσος”, “Ατρόμητος”, “Καλή Τύχη”, “Αη-Γιώργης”, “Αγιος Νικόλαος”, “Άρης”, “Αράπης”, “Πανωραία”, “Λούης”, “Ναυπακτία”, και αργότερα τα ατμόπλοια   “Σουλτάνα” με καπετάνιο το Γ. Τραγούδα και “Έλλη” του Ι. Ρούγκα. Με αυτά γινόταν το “πέραμα”, η συγκοινωνία δηλαδή Ναυπάκτου - Πάτρας και Ναυπάκτου - Ψαθόπυργου, απ’ όπου περνούσε το τραίνο για την Αθήνα.

Τα καΐκια εκτελούσαν επίσης τις μεταφορές των εμπορευμάτων και του εξαγόμενου τριφυλλιού, όπως και τη διαπόρθμευση των φορτηγών αυτοκινήτων, που οι οδηγοί τους ήθελαν ν’ αποφύγουν τη διαδρομή Λοιδωρίκι - Άμφισσα -Λειβαδιά - Αθήνα, γύρω στο 1940.  

Η κατάσταση αυτή κράτησε μέχρι τα μέσα του εικοστού αιώνα, συγκεκριμένα το 1947, όταν δημιουργήθηκε το Πορθμείο Ρίου-Αντιρρίου. Τότε η Ναύπακτος άρχισε να χάνει δύο από τους βασικότερους παράγοντες της οικονομικής της ζωής. Την κίνηση του λιμανιού και το διαμετακομιστικό εμπόριο, που το διευκολύνει πλέον η αύξηση του αριθμού των αυτοκινήτων. Η δημιουργηθείσα, μετά από το γεγονός αυτό κατάσταση, ενέτεινε το πρόβλημα της ανεργίας. Η πόλη και η γύρω περιοχή της άρχισε κι αυτή σιγά-σιγά να εγκαταλείπεται από τη νεολαία, που έπαιρνε το δρόμο ή προς τα μεγάλα αστικά κέντρα και κυρίως την Αθήνα, στην οποία συγκεντρωνόταν, δυστυχώς, η οικονομική δραστηριότητα, ή και προς το Εξωτερικό.

Στις μέρες μας, το μικρό γραφικό λιμανάκι, δέχεται καθημερινά τους καλοκαιρινούς, κύρια, μήνες δεκάδες μικρά κρουαζιερόπλοια με ευρωπαίους στην πλειοψηφία τους εκδρομείς.

2. BEZYΡ-TZAMI: Στη βορειοανατολική πλευρά του πλατώματος “Βεζύρ-Τζαμί”, μπροστά από τον πλάτανο, στέκει η λιθόκτιστη βάση ενός μιναρέ. Μέρος της σπονδυλωτής του σκάλας σώζεται ακόμα καθώς ανεβαίνει ελικοειδώς γύρω από τον άξονά της προς τα πάνω, χωρίς όμως να καταλήγει πουθενά, αφού η άνω κατάληξη του μιναρέ δεν υπάρχει πια.

            Ο Lunwing Salvador που βρέθηκε στο “Βεζύρ τζαμί” το 1875 μ.Χ. μας πληροφορεί ότι τότε σωζόταν ακόμη όρθια η αψίδα του ιερού στραμμένη προς την Μέκκα και ότι τα ερείπια του τζαμιού ήταν γεμάτα άγρια βατόμουρα. Μας πληροφορεί ακόμη ότι έστεκε όρθια εκεί κοντά μια αψίδα από βυζαντινή εκκλησία[28], με ορθά ακόμη τα πλευρικά της στηρίγματα, των οποίων οι επιφάνειες ήταν ολόκληρες διακοσμημένες με αγιογραφίες χριστιανών αγίων. Σε αυτό το χώρο, όπου ερείπια από μουσουλμανικά τεμένη και χριστιανικές εκκλησίες έστεκαν δίπλα-δίπλα, μια ερειπωμένη εκκλησία ορθωνόταν κοντά στο χώρο του τζαμιού. Το πάτωμά της ήταν γεμάτο από σφαιρικά βλήματα κανονιών, τα οποία είχαν αποθηκευθεί εκεί ασφαλώς από τους Τούρκους, οι οποίοι τη μετέτρεψαν σε αποθήκη πυρομαχικών. Ο ίδιος ο περιηγητής σημειώνει ότι στο ίδιο πλάτωμα, το οποίο άλλοτε αποτελούσε το χώρο του τζαμιού, υψώνεται ένα κτίριο τουρκικών λουτρών.

Από το χώρο τον οποίο καταλάμβανε και από τα εναπομείναντα αρχιτεκτονικά στοιχεία του Βεζύρ-τζαμί, αντιλαμβάνεται κανείς ότι, όπως προδίδει και τ’ όνομά του, ήταν παραλληλόγραμμο στο σχήμα, όπως τα περισσότερα μουσουλμανικά τεμένη, μεγάλο σε όγκο και επιβλητικό σε όψη. Ίσως ήταν ένα από τα αξιολογότερα μουσουλμανικά τεμένη στον ελλαδικό χώρο.

Απέναντι ακριβώς από το τέμενος αυτό στέκει μια χαρακτηριστική τουρκική βρύση. Πρόκειται για μια βρύση από αυτές τις οποίες συναντάει κανείς συνήθως στα μουσουλμανικά τεμένη, όπου ο πιστός μπορεί να καθίσει, να ξαποστάσει κοντά της και να ξεδιψάσει με το τρεχούμενο νερό της, ενώ ταυτόχρονα έχει τη δυνατότητα να πλυθεί σωματικά και μεταφορικά να ξεπλύνει τις αμαρτίες του. Ο Lunwing Salvador αναφέρει ακόμη την ύπαρξη μιας δεύτερης βρύσης με πόσιμο νερό, από αυτές που συνήθιζαν να εντοιχίζουν οι Τούρκοι στους τοίχους και τα προαύλια των τζαμιών, η οποία σώζεται μέχρι σήμερα και η οποία στα τέλη του περασμένου αιώνα χρησιμοποιούνταν πλέον για το πότισμα λεμονόκηπων, που απλώνονταν πέρα από τα τουρκικά λουτρά και μέχρι τα νότια τείχη του Νεοκάστρου.

           

            3. ΤΟΥΡΚΙΚΑ ΛΟΥΤΡΑ. Σε αντίθεση με το Τζαμί, σώζεται σε σχετικά καλή κατάσταση το κτίριο των λουτρών (HAMMAM), το οποίο ανήκε στο αρχιτεκτονικό συγκρότημα του τζαμιού, γεγονός όχι σπάνιο για τα τουρκικά τεμένη, κτισμένο σε μια θέση που επέτρεπε την εκμετάλλευση των πλουσίων τρεχούμενων νερών της Ναυπάκτου.

            Η είσοδός του βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Ο επισκέπτης εισέρχεται σε αυτό, αφού διασχίσει ένα ασκεπές προαύλιο με κτιστά καθίσματα γύρω από την περίμετρό του, όπου ήταν και τόπος συνάντησης των μουσουλμάνων. Προ της εισόδου υπήρχε μια κρήνη, όπως μαρτυρεί η πεντάγωνη βάση της, που σώζεται ακόμη. Η είσοδός του, λαξευτή, είναι χαμηλή, τοξωτή, τυπική της ανατολικής αρχιτεκτονικής. Μόλις διασχίσει κανείς την είσοδο, βρίσκεται σε μια αίθουσα με ψηλή, θολωτή οροφή, χωρίς παράθυρα και εντυπωσιάζεται από την κτυπητή διαφορά των μικρών διαστάσεων της θύρας και εκείνων του ευρύχωρου και άνετου εσωτερικού χώρου, στον οποίο οδηγεί αυτή. Οι πλευρικοί τοίχοι της αίθουσας στηρίζονται σε τέσσερα τυφλά, οξύμορφα στην κορυφή τους τόξα, τυπικής ανατολικής αρχιτεκτονικής, πάνω στα οποία στηρίζεται τρούλος. Στη δεξιά πλευρά της αίθουσας υπάρχει μικρός θάλαμος λουτρού διατηρημένος σε αρκετά καλή κατάσταση.

            Απέναντι από την κύρια είσοδο υπάρχει μια άλλη πόρτα που οδηγούσε στη μεγάλη κεντρική αίθουσα των λουτρών με ένα τεράστιο τρούλο. Γύρω από τη μεγάλη κεντρική αίθουσα διακρίνονται τα ερείπια μικρών θαλάμων λουτρών, σε πολλά από τα οποία σώζονται ακόμη οι μικροί του τρούλοι. Συνολικά πρέπει να υπήρχαν τουλάχιστον επτά μικρά διαμερίσματα λουτρών στο κτίριο.

            Την εποχή που τα λουτρά λειτουργούσαν και το κτίριο ήταν άρτια φροντισμένο και ζωντανό, στα ανοίγματα αυτά υπήρχαν μικροί υαλοπίνακες χρωματισμένοι με τα βασικά χρώματα, κόκκινο, κίτρινο, μπλε. Το κτίριο, αφού δεν είχε παράθυρα, φωτιζόταν αποκλειστικά από το φως που περνούσε από τους υαλοπίνακες των μικρών ανοιγμάτων δημιουργώντας πολύχρωμη, απόκοσμη και μυστηριακή ατμόσφαιρα στο εσωτερικό του κτιρίου.

4. ΟΙΚΙΑ ΤΖΑΒΕΛΑ: Μία από τις λίγες παλιές κατοικίες που σώζονται είναι αυτή που εγκαταστάθηκε μετά την Απελευθέρωση η Σουλιώτικη οικογένεια του Λάμπρου Τζαβέλα. Η στέγη της κατοικίας αυτής είχε υποστεί σοβαρές ζημιές. Για το λόγο αυτό έγινε αντικατάσταση της ξύλινης κατασκευής της στέγης και των κεραμιδιών. Επίσης έγιναν σποραδικές επισκευές στη τοιχοποιία και αντικαταστάθηκε η ξυλεία του εξώστη.

 

5. ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ: Στο κέντρο σχεδόν του Περιτορίου σώζεται μια εκκλησία, ρυθμού βασιλικής, αφιερωμένη στον προφήτη Ηλία. Την εποχή της τουρκοκρατίας η εκκλησία αυτή ήταν τέμενος, το οποίο με την επανάκτηση της Ναυπάκτου από τους Έλληνες μετατράπηκε σε εκκλησία, αφού, κάθε φορά που η Ναύπακτος άλλαζε κατακτητή, η θρησκεία του νικητή κυριαρχούσε μέσα στους ιερούς χώρους λατρείας του νικημένου.

Ο Lunwing Salvator μας βεβαιώνει ότι στην ίδια θέση υπήρχε παλαιότερος ναός από την εποχή των βυζαντινών αυτοκρατόρων Κωνσταντίνων, χωρίς όμως να προσδιορίζει ποιον απ’ όλους τους αυτοκράτορες που βασίλευαν με το όνομα Κωνσταντίνος εννοεί.

            Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας που επισκέφθηκε το Κάστρο γύρω στα 1890, γράφει ότι ήταν “άλλοτε τούρκικο τέμενος”, ενώ δίπλα του σώζεται ένα μικρό Βυζαντινό παρεκκλήσι.

Ύστερα από αρχαιολογική έρευνα εντοπίσθηκε ένας άλλος βυζαντινός ναός σε μικρή απόσταση από την εκκλησία του προφήτη Ηλία στην κορυφή του Κάστρου. Μικρή ανασκαφική έρευνα έφερε σε φως δάπεδο κτιρίου μεσοβυζαντινής εποχής, στο οποίο ανήκουν το τμήμα του τείχους με τα τοξωτά ανοίγματα και τον κεραμοπλαστικό διάκοσμο. Σύμφωνα με το ανασκαφέα αρχαιολόγο κ. Δημ. Κωστάντιο, η επιφάνεια του Κάστρου στη θέση αυτή ήταν πολύ μεγαλύτερη, αλλά για άγνωστους λόγους κατέρρευσε. Στην επιδιόρθωση που ακολούθησε το τείχος της οχύρωσης ενσωμάτωσε τον βόρειο τοίχο της εκκλησίας, με αποτέλεσμα ο εξωτερικός διάκοσμος να βλέπει σήμερα στο γκρεμό[29].

Σε μικρή απόσταση από τον μεσοβυζαντινό ναό σώζεται ένα άλλο βυζαντινό επίσης κτίριο. Αρχικός του πυρήνας πρέπει να υπήρξε το κεντρικό τμήμα με το σταυροθόλιο, ενώ κατά την Υστεροβυζαντινή Περίοδο προστέθηκαν τα άλλα δύο τμήματα (δεξαμενή και τετράγωνο δωμάτιο). Το όλο τριμερές συγκρότημα χρησιμοποιήθηκε ως λουτρό, όπως δείχνει η δεξαμενή και οι πήλινοι σωλήνες που υπάρχουν ενσωματωμένοι στους τοίχους του. Η ύπαρξη του λουτρού κοντά στο ναό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ενδεχομένως στη θέση αυτή λειτουργούσε ένα μοναστηριακό συγκρότημα, το οποίο όμως αγνοούμε από τις πηγές.

Επίσης κοντά στο ναό του προφήτη Ηλία, βρέθηκαν ένα τμήμα μαρμάρινου κιονίσκου τέμπλου και ένα τμήμα μαρμάρινου επιστυλίου. Ο κιονίσκος έχει ύψος 91 cm και πλάτος 15 cm και χρονολογείται στη μέση βυζαντινή περίοδο, έως και το 13ο αιώνα. Στο επιστύλιο υπάρχει λαξευμένη επιγραφή με το παρακάτω κείμενο:

            “Λέων ο Σεμνός Ναυπάκτου Θυηπόλος

            τον τύμβον ηυπρέπισεν, όν βλέπεις ξένε,

            ός, ει μεν εν τούτω πέσοι, Θεώ χάρις”.

Το επιστύλιο χρονολογείται με βάση την επιγραφή που φέρει τον 12ο αιώνα. Ο Θυηπόλος (μητροπολίτης) Λέων έχει ταυτισθεί με τον ομώνυμο μητροπολίτη της Ναυπάκτου, ο οποίος συνυπέγραψε το 1172 έγγραφο συνόδου προς τον αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνό[30].

Εκτός από τα ερείπια κτισμάτων βυζαντινής αρχιτεκτονικής, τα οποία υπάρχουν διάσπαρτα μέσα στον περιτειχισμένο χώρο του Περιτορίου, για να θυμίζουν στον επισκέπτη τις λαμπρές ημέρες του κάστρου την εποχή των δεσποτών της Ηπείρου, άξιες λόγου είναι οι δύο υπόγειες δεξαμενές νερού μεγάλων διαστάσεων, οι οποίες είχαν κατασκευασθεί για την συλλογή και αποθήκευση νερού, ώστε να καλύπτουν τις ανάγκες των πολιορκημένων σε δύσκολες εποχές μακροχρόνιων πολιορκιών[31].

6. ΑΓΙΟΣ ΚΗΡΥΚΟΣ: Στη δυτική πλευρά του Κάστρου, δυτικά της βορειοδυτικής πύλης του Φρουρίου της Ναυπάκτου, σε απόσταση περίπου 200 μέτρων, μέσα στο πυκνό πευκοδάσος, το οποίο δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 1930 με την ευεργετική δραστηριότητα του σωματείου “Φιλοδασική Ένωση”, σώζεται αρχαία βρύση με δεξαμενή, πιθανότατα κτίσμα των βυζαντινών χρόνων. Η παράδοση μιλάει για την εκκλησία του Αγίου Κηρύκου, η οποία ήταν πιθανότατα κτίσμα των Βυζαντινών χρόνων και πυρπολήθηκε από τους Τούρκους[32]. Η περιοχή δεν έχει ερευνηθεί αρχαιολογικά, ενώ λείπουν και οι φιλολογικές πηγές.

7. ΜΠΟΤΣΑΡΕΪΚΟ: Κοντά στη δυτική είσοδο της πόλης πάνω στο Φρούριο, υπάρχει ένα κτιριακό συγκρότημα με επιβλητική μορφή, το οποίο προκαλεί την προσοχή και το ενδιαφέρον του καθένα που το βλέπει για πρώτη φορά. Το συγκρότημα αυτό ονομάζεται αρχοντικό των Μποτσαραίων και αποτελείται από δύο κτίρια, τα οποία, όπως αποφάνθηκε ο αρχαιολόγος Κ. Ορλάνδος, κτίστηκαν σε διαφορετικές εποχές. Αυτό που εφάπτεται στο Φρούριο κτίσθηκε το 15ο αιώνα, ενώ το άλλο το 16ο αιώνα. Από τα αρχιτεκτονικά στοιχεία και την εσωτερική τους δομή οδηγούμεθα στην άποψη ότι για την κατασκευή του εργάσθηκαν τεχνίτες από τη Βενετία και τη Φλωρεντία της Ιταλίας. Τα δύο αυτά κτίρια τα χώριζε ο δρόμος που οδηγούσε μέσω της Σιδηρόπορτας στη συνοικία του Τζαμιού. Αργότερα συνδέθηκαν μεταξύ τους με μικρό κτίσμα πάνω σε λιθόκτιστα τόξα έτσι ώστε να μην αποκοπεί ο δρόμος. Ο θόλος που σχηματίζεται κάτω από το νέο κτίσμα αποκαλείται “Καμάρα”.

Στον κήπο του αρχοντικού σώζονται ερείπια κτίσματος του 14ου αιώνα, αποτελούμενα από ανάλαφρα λιθόκτιστα τόξα, όμοια με αυτά που συναντάμε στη δυτικοευρωπαϊκή αρχιτεκτονική του Μεσαίωνα. Τα σωζόμενα αυτά τόξα ανήκαν στην Καθολική Αρχιεπισκοπή, η οποία εικάζεται ότι ήταν εκεί κτισμένη[33].

Το επιβλητικό αυτό βενετσάνικο κτίριο χρησιμοποιήθηκε προφανώς ως έδρα του εκάστοτε τούρκου διοικητή, αφού καλύπτει όλες τις “αυταρχικές προδιαγραφές” ενός πραγματικού οχυρού συγκροτήματος δίπλα στα τείχη και την πύλη, με κατευθείαν πρόσβαση στην Ακρόπολη και με αυτάρκεια σε νερό. Ο Εβλιγιά Τσελεμπή το αναφέρει ως Σαράι του φοβερού πειρατή Ντουράτς Μπέη.

            Αμέσως μετά την απελευθέρωση του φρουρίου της Ναυπάκτου, την 18η Απριλίου 1829, ο Αυγουστίνος Καποδίστριας εγκαταστάθηκε στο μεγαλύτερο κτίσμα μέσα στο φρούριο, που κατά πάσα πιθανότητα ήταν το τούρκικο διοικητήριο. Το κτίριο αυτό αργότερα παραχωρήθηκε στον σουλιώτη στρατηγό Νότη Μπότσαρη έναντι τριών χιλιάδων εξακοσίων (3.600) δραχμών, σύμφωνα με στοιχεία του Δημητρίου Νότη Μπότσαρη,

Το κτιριακό αυτό συγκρότημα στο πέρασμα των χρόνων υπέστη φθορές, ιδιαίτερα από τον καταστρεπτικό σεισμό του 1955. Κατόπιν τούτου ο στρατηγός Δημήτριος Νότη Μπότσαρης προέβη σε σταδιακή ανακαίνιση. Με την αριθ. 82455/3077/22-12-1972 απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού χαρακτηρίσθηκε ως διατηρητέο μνημείο και προορίζεται από τον τελευταίο επιζώντα κληρονόμο Νότη Δημητρίου Μπότσαρη για Ίδρυμα. Συγκεκριμένα συστήθηκε κοινωφελές ίδρυμα ιδιωτικού δικαίου με την αριθ. 4693/12-11-1985 συμβολαιογραφική πράξη με την επωνυμία “Ίδρυμα Δημητρίου και Αίγλης Μπότσαρη”, με τον παρακάτω σκοπό:

  • την αποκατάσταση, συντήρηση και ανάδειξη της ιστορικής αξίας της οικίας Μπότσαρη και του περιβάλλοντος χώρου.
  • την παρουσίαση και προβολή στοιχείων που συνδέονται με την ιστορία της Ναυπάκτου.
  • τη χρηματοδότηση της συγγραφής   και δημοσίευσης επιστημονικών μελετών και μεταφράσεων επιστημονικών κειμένων σχετικών με την πολιτιστική, οικονομική, θρησκευτική, λογοτεχνική και καλλιτεχνική ιστορία του ελληνικού έθνους.
  • τη μελέτη και προβολή των διεθνών συμβάσεων της χώρας μας.
  • την ενίσχυση της ελληνικής αρχαιολογικής υπηρεσίας και εταιρείας και των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων για τη διεξαγωγή αρχαιολογικών εργασιών
  • τη συμβολή στην κρατική μέριμνα για την πρόληψη της αρχαιοκαπηλίας και
  • τη μελέτη του ιστορικού αρχείου της οικογένειας Μπότσαρη.

Ο κ. Νότης Δημητρίου Μπότσαρης συνεχίζει τις εργασίες επισκευής και συντήρησης του αρχοντικού και σκέπτεται στο ανατολικό τμήμα του να στεγαστεί μόνιμη έκθεση της Ναυμαχίας της Ναυπάκτου και στο δυτικό τμήμα του αρχοντικού να πραγματωθούν οι επιστημονικοί σκοποί, όπως αναφέρονται παραπάνω.

           

8. ΤΖΑΜΙ: Στον ανατολικό βραχίονα του λιμανιού, στην οδό Φορμίωνος 4, υπάρχουν σε σχετικά καλή κατάσταση τα κατάλοιπα ενός τζαμιού, του “Φετίχ Τζαμί”, δηλ. το τζαμί της άλωσης, που έχτισε ο σουλτάνος Βαγιαζήτ Βελής, γιος του σουλτάνου Μωάμεθ Β΄.

Ο Lunwing Salvador που βρέθηκε στη Ναύπακτο το 1875, μας πληροφορεί ότι ο θόλος του ήταν σκεπασμένος με τούβλα και στην είσοδό του υπήρχε μία τούρκικη επιγραφή.

 

Οι επιδράσεις του Κάστρου στην πόλη και οι επιδράσεις της πόλης στο Κάστρο.

Οι σχέσεις της πόλης με το κάστρο είναι άμεσες και πολύ παλιές. Η ιστορία της πόλης είναι γεμάτη από πολιορκίες, μάχες, επιδρομές και προσπάθειες για την κατάκτησή της.

Οι οχυρώσεις της ήταν μεν αυτές που καθιστούσαν την πόλη απόρθητη, αλλά συγχρόνως ήταν και η αφορμή για πολλές από τις επιθέσεις που δέχτηκε με σκοπό την κατάληψη και την εκμετάλλευση του στρατηγικού αυτού σημείου.

Με άλλα λόγια, προκλήθηκαν πολλές και συχνά σημαντικές ζημιές στην πόλη εξ’ αιτίας των τειχών που κατασκευάστηκαν για να την προστατεύσουν. Αυτή είναι άλλωστε η μοίρα όλων των καλά οχυρωμένων πόλεων με σημαντική στρατηγική σημασία.

Τα τείχη της πόλης προστάτευαν τόσο αποτελεσματικά το εσωτερικό της, που της εξασφάλιζαν μια συνεχή κατοίκηση σ’ αυτό, ακόμα και σε εποχές που άλλες παραθαλάσσιες πόλεις εγκαταλείπονταν και ερήμωναν λόγω πειρατικών επιδρομών.

            Οι πληροφορίες που έχουμε για την κατοίκηση τα παλαιότερα χρόνια είναι αντικρουόμενες. Ο L. Salvator γράφει ότι στο τέλος του 19ου αιώνα, στο δεύτερο διάζωμα δεν είχαν απομείνει παρά πέντε σπίτια. Αντίθετα, οι πληροφορίες που έχουμε από δύο τούρκικες μικρογραφίες και δύο χαλκογραφίες του V. Coronelli, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το κάστρο ήταν γεμάτο από κατοικίες. Από ένα χρονικό σημείο και μετά, για άγνωστο λόγο, εγκαταλείφθηκαν και καταστράφηκαν οι κατοικίες στα πάνω διαζώματα του κάστρου και περιορίστηκαν στο πρώτο και στο δεύτερο διάζωμα από τη θάλασσα.

Η συνεχής κατοίκηση του εσωτερικού του φρουρίου έχει δύο σημαντικές συνέπειες[34]. Πρώτον, είναι εξαιρετικά δύσκολο να ανασκαφούν προηγούμενες φάσεις κτιρίων της πόλης που βρίσκονται θαμμένες κάτω από την υπάρχουσα φάση οίκησης.

Δεύτερον, η συνεχής κατοίκηση υπήρξε η αιτία να καταστραφούν σχεδόν όλα τα μνημεία από τους επόμενους κατοίκους κάθε πολιτισμικής φάσης. Είναι πάγια τακτική των εισβολέων να καταστρέφουν τα μνημεία και κυρίως τους τόπους λατρείας των προηγούμενων κατοίκων, ή στην καλύτερη περίπτωση να τους μετατρέπουν σε δικούς τους.

Το φαινόμενο αυτό είναι πολύ συνηθισμένο στη Ναύπακτο. Για παράδειγμα τα μουσουλμανικά τεμένη αποτελούσαν μετασκευές των βυζαντινών ναών. Μετά την απελευθέρωση του 1829, τα τεμένη αυτά ή καταστράφηκαν ή μετατράπηκαν σε χριστιανικούς ναούς, όπως ο Άγιος Δημήτριος και ο Προφήτης Ηλίας στην κορυφή του κάστρου.

Από το 1829, όταν απελευθερώθηκε η Ναύπακτος, το κάστρο της έπαψε να λειτουργεί ως αμυντικός προμαχώνας και είναι ιστορικό μνημείο και τουριστικό αξιοθέατο.

Τώρα, οι σχέσεις της πόλης με το κάστρο πλέκονται περισσότερο. Η ύπαρξη του ιστορικού αυτού μνημείου δίνει στο χώρο αρχαιολογική και ιστορική αξία, που σημαίνει ότι προσδίδει και ανάλογο τουριστικό ενδιαφέρον, το οποίο με τη σειρά του δίνει στην περιοχή οικονομική ανάπτυξη. Το αποτέλεσμα της διεργασίας αυτής είναι εξαρτημένο από τα κριτήρια με τα οποία έγινε η τουριστική ανάπτυξη. Αν έγινε με βάση αναπτυξιακά κριτήρια που σέβονται το χώρο, τότε το αποτέλεσμα είναι επιτυχές. Αν όμως έγινε με κριτήρια προσδοκίας μεγίστου κέρδους, χωρίς αισθητική και σεβασμό στο ιστορικό μνημείο, τότε τα αποτελέσματα είναι καταστροφικά.

Στην περίπτωση της Ναυπάκτου δεν έγινε τουριστική ανάπτυξη με βάση το ιστορικό της μνημείο, το κάστρο. Η όποια τουριστική ανάπτυξη υπάρχει στην περιοχή βασίζεται στις όμορφες παραλίες της, τη θέση της, το κλίμα της και την ύπαρξη μεγάλου αριθμού μεταναστών, που επισκέπτονται με κάθε ευκαιρία τη γενέθλια πόλη τους.

Έτσι το κάστρο είναι δευτερεύον παράγοντας και όχι κύριος πόλος έλξης τουρισμού. Χαρακτηριστικό είναι ότι και όσοι επισκέπτες εκδηλώσουν ενδιαφέρον να περιηγηθούν το κάστρο, οδηγούμενοι από έναν εξωτερικό αυτοκινητόδρομο κατευθείαν στα πάνω διαζώματα, δεν τους δίνεται η ευκαιρία μέσα από οργανωμένο δίκτυο πεζοδρόμων να περπατούν την πόλη απερίσπαστοι, για να αποκτήσουν σωστή εικόνα της σημασίας και της ιστορικής αξίας του κάστρου.  

Οι τουριστικές υπηρεσίες πληροφόρησης είναι ανύπαρκτες, ενώ υπάρχει παντελής έλλειψη σήμανσης και επισήμανσης χώρων αρχαιολογικού και ιστορικού ενδιαφέροντος.

Τέλος, δεν υπάρχει ένα Μουσείο με τα σπουδαιότερα αρχαιολογικά ευρήματα στην περιοχή της Ναυπάκτου ή έστω ένα Μουσείο του κάστρου και της ιστορίας του, ή της πολυθρύλητης Ναυμαχίας της Ναυπάκτου.

            Το ότι ο παραδοσιακός οικισμός εντός του κάστρου της Ναυπάκτου βρίσκεται σήμερα σε αξιόλογη κατάσταση οφείλεται σε δύο βασικούς λόγους. Πρώτα απ’ όλα, στην ύπαρξη του κάστρου, το οποίο οριοθετεί και ταυτόχρονα προστατεύει τον οικισμό και κατά δεύτερο λόγο στη σχετική απουσία κερδοσκοπικών τάσεων, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, από την πλευρά των κατοίκων του παραδοσιακού οικισμού μέσα στο κάστρο.

            Χωρίς αμφιβολία στην περίπτωση της Ναυπάκτου, ο μεγαλύτερος εχθρός του κάστρου είναι η ειρήνη και όχι ο πόλεμος. Οι καταστροφές και οι ζημιές που υπέστη το φρούριο οφείλονταν αφ’ ενός μεν στη φθορά του χρόνου, αφ’ ετέρου δε στην αδιαφορία και δυστυχώς μερικές φορές και στην καταστρεπτική μανία των ανθρώπων.

            Το 1884 επί δημαρχίας Δήμου Φαρμάκη κατεδαφίσθηκαν τα τμήματα των τειχών της ακρογιαλιάς των δύο άκρων[35].

Κατά τη διάνοιξη της οδού που οδηγεί στη δυτική πύλη του άνω Φρουρίου, κατεδαφίσθηκε μικρό μέρος του τείχους εκατέρωθεν του τετράγωνου πύργου που βρίσκεται στο μέσο περίπου του δυτικού βραχίονα. Και οι δύο πλευρές του κατεδαφισθέντος μέρους στερεώθηκαν και ασφαλίσθηκαν, αλλά, επειδή ο τετράγωνος πύργος είχε τεθεί σε κίνδυνο αναστηλώθηκε.

Με τη διάνοιξη μικρής πλατείας προ της άνω δυτικής πύλης του φρουρίου, ο υπερκείμενος τετράγωνος πύργος που επόπτευε και υπεράσπιζε τις τρεις πύλες απειλήθηκε με κατάρρευση. Για το λόγο αυτό έγινε έμφραξη των ρωγμών και στήριξη του τοίχου με “ξηρολιθιά”.

Πολεοδομικές επιρροές: Η ύπαρξη των τειχών ορίζει αυτόματα έναν αστικό πυρήνα, αυτό που συνήθως ονομάζουμε “ιστορικό κέντρο”, που “απομονώνεται” από την υπόλοιπη πόλη χωροταξικά. Το ιστορικό αυτό κέντρο αποτελεί προστατευόμενο και διατηρητέο τμήμα της πόλης. Επιβάλλεται, λοιπόν, η διατήρηση των όψεων και των μορφών των υπαρχόντων κτισμάτων.

Στη Ναύπακτο με την άνοδο του βιοτικού επιπέδου, τα σπίτια που ήταν ήδη προβληματικά και η συντήρησή τους καθίστατο εξαιρετικά δαπανηρή, είτε εγκαταλείφθηκαν, είτε άλλαξαν χρήση. Έτσι, σήμερα, η πλειοψηφία των κατοικιών που βρίσκονται μέσα στα όρια του πρώτου διαζώματος έχουν μετατραπεί σε καταστήματα ή κέντρα διασκέδασης, ενώ πολλά από τα ευρισκόμενα στο δεύτερο διάζωμα εγκαταλείφθηκαν.

Συνέπεια αυτού είναι η πόλη να επεκτείνεται ανατολικά και δυτικά των τειχών, αφού ο διαθέσιμος χώρος στο εσωτερικό των τειχών δεν είναι αρκετός. Γύρω, λοιπόν, από το ιστορικό κέντρο έχει αναπτυχθεί ένα δίκτυο στενών δρόμων με κτίσματα περιορισμένης αισθητικής και χωρίς τον απαιτούμενο πολεοδομικό σχεδιασμό για μια πόλη με ιστορικό ενδιαφέρον. Η στενότητα των δρόμων, η έλλειψη επαρκών πεζοδρομίων και χώρων στάθμευσης των οχημάτων, καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη την κυκλοφορία, τόσο των πεζών όσο και των οχημάτων.

Ως ιστορικός τόπος, η Ναύπακτος κηρύχθηκε τοπίο ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους[36] και θεσμοθετήθηκαν ειδικοί όροι δόμησης, που κρίνοντας από το αποτέλεσμα, κάθε άλλο παρά ειδικοί είναι, είτε οι όροι αυτοί δεν τηρήθηκαν στην πράξη. Έτσι, με την ανοχή και συνενοχή των κατοίκων επιτυγχάνεται, με γρήγορους ρυθμούς, η αλλοίωση της φυσιογνωμίας του οικισμού.

Η δενδροφύτευση του κάστρου άρχισε το 1914 από τούρκους αιχμαλώτους που εγκαταστάθηκαν στους χώρους της Ακρόπολης. Οι Τούρκοι αυτοί αιχμάλωτοι του Ελληνοτουρκικού πολέμου 1912-13, φύτεψαν τα μεγάλα πεύκα που βρίσκονται μέσα στα διαζώματα. Η δενδροφύτευση του λόφου του κάστρου έξω από τα τείχη έγινε αργότερα (1936-40) με πρωτοβουλία της Φιλοδασικής Ένωσης και τη θερμή συμπαράσταση του δοξασμένου στρατηγού Σουμπασάκου.

Η δημιουργία του δάσους έγινε για αισθητικούς, τουριστικούς και περιβαλλοντολογικούς λόγους. Τα 480 περίπου στρέμματα δάσους του Φρουρίου καλύπτονται στην συντριπτική τους πλειοψηφία από τη χαλέπιο, την τραχεία πεύκη και την κουκουναριά. Τα κυπαρίσσια φυτεύτηκαν περιμετρικά του δρόμου Ναυπάκτου-Βομβοκούς και Ναυπάκτου-Λεύκας για να δημιουργήσουν αντιπλημμυρική ζώνη. Τη χλωρίδα συμπληρώνουν ελιές, αμυγδαλιές και τα αυτοφυή πουρνάρι, σφαλάχτι, σχίνος, λυγαριές, αφάνες, σφάκες, πικροδάφνες, πλατάνια και περίπου 20 άλλα είδη θάμνων.

Ο κίνδυνος πυρκαγιάς παραμένει πάντα μεγάλος. Οι πυροσβεστικοί κρουνοί που υπάρχουν στο κάστρο, η ετοιμότητα των κατοίκων και η περιποίηση της βλάστησης δεν είναι αρκετά να αποτρέψουν το ενδεχόμενο πυρκαγιάς.

Η πανίδα του κάστρου αποτελείται από αλεπούδες, νυφίτσες, κουνάβια, ασβούς, αγριόγατες, σκίουρους, χελώνες, φίδια και αρκετά είδη πουλιών, που απολαμβάνουν την υπέρκοσμη ησυχία του κάστρου.

Σήμερα, ο λόφος του κάστρου από μακριά με τη θέα των επάλληλων τειχών και πύργων με τα ψηλά πεύκα, μας δίνει έναν ωραίο συνδυασμό πράσινου και ιστορικού τοπίου. Δυστυχώς, όμως, η συνύπαρξη αυτή δένδρων και τειχών δεν είναι εφικτή. Οι ρίζες των δένδρων που φυτεύτηκαν κοντά στα τείχη αποσάθρωσαν τα θεμέλιά του και ένα τμήμα του έχει σωριαστεί σε ερείπια, ενώ μεγάλες επιφάνειές του έχουν μεταβληθεί σε ετοιμόρροπες ξηρολιθιές.

Ευτυχώς, όμως, το πρόβλημα αυτό κατανοήθηκε και τα τελευταία χρόνια κόπηκαν όλα τα δένδρα που ήταν κοντά στο τείχος. Με την κοπή των δένδρων αυτών και την εγκατάσταση φωτισμού, το κάστρο σηματοδοτεί μέρα και νύχτα την επιβλητική παρουσία του στον Κορινθιακό Κόλπο.

            Θέλουμε να ελπίζουμε ότι κάποια στιγμή θα αποκατασταθούν οι ζημιές που έχουν υποστεί μέχρι σήμερα τα τείχη και το κάστρο της Ναυπάκτου θα πάρει τη θέση που του ανήκει στην καθημερινή ειρηνική πορεία των κατοίκων της περιοχής.

 

ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

            A. Το Κάστρο στη Λογοτεχνία: Κανένα άλλο ανθρώπινο κτίσμα δεν έχει την ιδιότυπη προβολή των κάστρων, γιατί ο θρύλος και η ιστορία φτερουγάνε πάνω τους. Με το πέρασμα των αιώνων και με το επιχρύσωμα της Ιστορίας και του θρύλου, δίνουν την εντύπωση ότι δεν είναι ανθρώπων έργα, αλλά θαρρείς ότι βγήκαν από τα σπλάχνα της ίδιας της γης.

            Τα ίχνη από τα βαριά πέλματα της Ιστορίας και του Χρόνου στο κάστρο της Ναυπάκτου προκάλεσαν μεν την υλική φθορά του, αλλά η ηθική του υπόσταση παρέμεινε άφθαρτη και πολυτραγουδήθηκε.

            “Κανένας δεν το πάτησε

            το Κάστρο του Επάχτου...”

λέει ο πρώτος στίχος ενός δημοτικού τραγουδιού, που το έχει αποθησαυρίσει η Σπανδωνίδη στα “Τραγούδια της Αγόριανης”.

            Ο αναστηλωτής των γεγονότων του Εικοσιένα και γλαφυρός αφηγητής της ελληνικής ζωής, ο Γιάννης Βλαχογιάννης, μας έχει αφήσει πολλά γραφτά του, που μιλούνε για την πατρίδα του τον Έπαχτο και το ιστορικό κάστρο. Ας παρακολουθήσουμε λοιπόν πως περιγράφει το Κάστρο σ’ ένα γραφτό του που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Προπύλαια”, που έβγαινε στις αρχές του αιώνα μας, καθώς και το χρονικό της πολιορκίας και της παράδοσης του κάστρου απ’ τους Τούρκους στους Έλληνες το 1829.

            “...Κοντά στη θάλασσα, στου γιαλού βαθιά τον άσπρον κόρφο, που με το πλατύχωρο και γαλήνιο άνοιγμά του την αγκαλιάζει, εκεί μένει από χρόνι’ αμέτρητα χτισμένο, ακέριο κι’ ανέγγιχτο το μεγάλο Κάστρο. Στην κορφή του βουνού έχει στυλώσει, άγριο και φοβερό, τ’ άσειστο κεφάλι του κ’ εκείθε, σα θεότρανο στοιχειό, απλώνει ως κάτου και ρίχνει μέσα στη θάλασσα τα δυο πέτρινά του σκέλια. Γιατί, δε του φτάνει το βουνό κι’ ο κάμπος, παρά θέλει να κρατεί και το πέλαγο από κάτου στη δύναμί του. Ζουνάρια πέτρινα πλατειά, μ’ άρματ’ αστραφτερά στολισμένα, δένουν εδώ κ’ εκεί το χοντρό κορμί του Κάστρου κι’ ανεβαίνουν απανωτά ως την κορφή του. Τάπιες ψηλές, περήφανες, που είν’ οι αλύγιστοι αρμοί του κορμιού του, κι’ ατάραχες σιδερόπορτες, που είν’ τα φοβερά του στόματα, το φυλάν απάτητο από πόδι νικητή κι άπαρτο τ’ άφησαν τόσους αιώνες. Αυτό ήταν η δύναμη κ’ η δόξα της Βενετιάς, κι’ αυτό ήταν το καύχημα κ’ η βλάσφημη περηφάνεια των Τούρκων. Και τώρα που τους πλάκωνε η τρομάρα κ’ η οργή, αυτό είναι το μόνο τους καταφύγιο...

            Γύρω απ’ το κάστρο έχουν συναχτεί τα παλληκάρια, οι Σουλιώτες, τα δοξασμένα απομεινάρια του πολέμου. Και σε μιά μικρήν ανάπαυλα, οι λεβέντες το ρίχνουν στο χορό. Παράμερα ο γερο - Νότης Μπότσαρης τους καμαρώνει...”

            Ο ευαίσθητος ποιητής των απαλών τόνων και της ήρεμης ζωής Γιάννης Ροντήρης προσέγγισε το κάστρο από την σκιερή του πλευρά. Ως μεσαιωνικό κτίσμα που κτίσθηκε από τους κατακτητές του με χέρια σκλάβων και όχι από ελεύθερους ανθρώπους. Τα κάστρα που κτίζονται από σκλαβωμένα χέρια μοιάζουν να απλώνουν την αγκαλιά τους στο χάος σα να ζητούν συγχώρηση και εξαγνισμό, γιατί πάσχισαν να καταστρατηγήσουν τη φύση. Ενώ τα κάστρα που κτίσθηκαν από ελεύθερα χέρια είναι ανθρώπινα, οικεία, αθώα και γελαστά, καθώς μοιάζουν να συμπληρώνουν τη φύση. Γράφει λοιπόν ο Γιάννης Ροντήρης στο ποίημά του με τίτλο “Στο κάστρο του Επάχτου”, που περιέχεται στη συλλογή ποιημάτων που εκδόθηκε το 1976 στην Αθήνα:

Κάστρο είσ’ ένα λείψανο λαχτάρας και του τρόμου

της άγριας βαρβαρότητας ενός κατακτητού

τ’ ανθρώπινου πολιτισμού βαρύ φορτίο τώμου

φριχτό για την ανάμνηση σά φάσμα του κακού.

Σά δράκοντας και σά στοιχειό τεντώνεσαι, απλώνεις

ψηλά στη ράχη του βουνού βουβά και νωχελά

σά νάσαι ένας γίγαντας ποζάρεις καμαρώνεις

στο διάβα μέσα του καιρού χρόνια τώρα πολλά.

Δεν έχω θαυμασμό για σέ ... Ματιά δεν σου χαρίζω

μονάχα την απέχθεια νοιώθω να μου ξυπνάς

μ’ αυτές τις πολεμίστρες σου κι’ επάλξεις παντικρύζω

νυχτόημερα ηρωϊσμούς εσύ άς διαλαλάς.

Ανώφελα το σύμβολο δεν είσαι πώχω πλάσει

Ιδέα κάποι’ ανώτερη ειρηνικής ζωής.

Η βία και μιά προσταγή τυράννου σ’ έχει φκιάξει

με λάσπη από δάκρυα των σκλάβων να χτιστής.

Η γη όπου στεργιώνεσαι ολλούθε γύρα... πέρα

ποτίστηκε μ’ ανθρώπινο αίμα πολύ πολύ

τρίζουν τα κόκκαλα σκιρτούν απ’ την τρανή φοβέρα

σά σκόρπαε ο τύραννος ακόμα παντηχεί.

Δεν ξέρω αν σ’ ετραγούδησαν άλλοι και τι νά γράψαν

θριάμβους άν σου ύμνησαν τι λέν οι ‘στορικοί...

Αίσχος είσαι ανθρώπινο για σένα πολλοί κλάψαν

γιατ’ άλλος Νέρων τόθελε και μερικοί τρελλοί.

           

            Αντίθετα ο Ναυπάκτιος ποιητής Γ. Αθάνας στο ποίημά του “Τα κάστρα”, που συμπεριλαμβάνεται στην πρώτη ποιητική του συλλογή “Πρωινό ξύπνημα”, υμνεί το πανίσχυρο αυτό φρούριο γράφοντας.

Εδώ σ΄ αυτά τα κάστρα

Πώxουν γειτόνους τ΄ άστρα

κ οι ερμαδιακές τους φόσσες          

κοράκων κρύβουν κλώσσες

 

Εδώ σ αυτά τα Κάστρα

που η θάλασσα η χαλάστρα

           με κλάματα, με γέλια

τους σκάβει τα θεμέλια

 

Άλλους καιρούς και χρόνια

βροντούσανε κανόνια

κι αράζανε γαλέρες

με Δόγικες παντιέρες

 

Κολούσαν στο μεντένι

Φάντηδες σιδερένιοι

και κάνανε σεργιάνι

Αρχόντοι Βενετσιάνοι

 

Σ΄ ολόχρυσα παλάτια

που θάμπωναν τα μάτια

γλυκές περνούσαν ώρες

Αβρότατες σινιόρες

 

Τι μένει: Βλέπουμε όλοι

Σε κάποιο περιβόλι

σπασμένο απομεινάρι

Τ΄ Αϊ Μάρκου το λιοντάρι

 

Εδώ σ΄ αυτά τα κάστρα

Πώxουν γειτόνους τ΄ άστρα

κ οι ερμαδιακές τους φόσσες          

κοράκων κρύβουν κλώσσες

 

Εδώ σ αυτά τα Κάστρα

που η θάλασσα η χαλάστρα

           με κλάματα, με γέλια

τους σκάβει τα θεμέλια

 

Περάσανε ζαμάνια

που φούσκωναν τουμάνια

και φέρναν οι Νοτιάδες

περήφανες αρμάδες

 

Στις τάπιες από μέσα

παπαρυνίζαν φέσιακι

απάνου απ΄του γουλάδες

βιγλίζανε πασσάδες

 

Κρύβανε τα μουράγια

καφασωτά σαράγια

και λάμπαν στα μιντέρια

       χανούμισσες - αστέρια

 

 

Τι μένει: Βλέπουμε όλοι

κατάκορφα στην πόλη

Για μόνη θύμησή τους

       Ρημάδι το τζαμί τους

 

       Εδώ σ΄ αυτά τα κάστρα

       Πώxουν γειτόνους τ΄ άστρα

       κ οι ερμαδιακές τους φόσσες          

     κοράκων κρύβουν κλώσσες

 

Εδώ σ αυτά τα Κάστρα

που η θάλασσα η χαλάστρα

           με κλάματα, με γέλια

τους σκάβει τα θεμέλια

 

Στα τωρινά μας χρόνια

Πετάνε χελιδόνια

και το μικρό λιμάνι

μόνο για βάρκες φτάνει

 

Στις τάπιες, που όλο ρεύουν,

Τσοπάνηδες σαλεύουν

Κ’ ειρήνη έχει σκορπίση

Τ’ Αϊ-Λιός το ερημοκλήσι.

 

Δε βλέπεις πειά σαράϊ

Την ευτυχία χωράει

Κάθε μας Επαχτίτη

Το φτωχικό του σπίτι.

 

Δε ζούμε τη μεγάλη

Ζωή, που ζούσαν άλλοι,

Μα είνε η μικρή ζωή μας

Περσότερο δική μας…

 

Κι ακόμα ποιός το ξέρει

Η μοίρα τι θα φέρει

χαλάστρα και αναπλάστρα

εδώ σ΄ αυτά τα κάστρα.

 

 

Άλλος ένας Επαχτίτης λογογράφος ο Θανάσης Δράκος υμνεί τις φυσικές ομορφιές και την ιστορία του κάστρου στο παρακάτω ποίημα.

ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΟΥ ΕΠΑΧΤΟΥ

       Ψηλά, απάνωθέ μας, σαν χρυσίζει

       το ασημένιο φως του φεγγαριού,

       στοιχειό ανδρειωμένο ξεχωρίζει

       πελώριο, σαν κορμί παλικαριού.

       Το κάστρο μας, το Ενετικό, το φημισμένο

       που αλύπητα το δέρνουν οι καιροί

       και τώρα αν και είναι γκρεμισμένο,

       αγέρωχο σαν πρώτα μάς θωρεί…

       Δεν είναι όπως τότε στολισμένο

       μ’ αλύγιστα παλικαριών κορμιά,

       λίγο χορτάρι μέσ’ τους βράχους φυτρωμένο

       κάνα χαμόκλαδο, μυρίζει ερημιά…

       Μ’ αν στέκει απ’ τα χρόνια στοιχειωμένο,

       βουβό, ασάλευτο, χωρίς πνοή,

       κάποτε ήταν βουνό ανταριασμένο

       κι’ αντιλαλούσε του πολέμου η κραυγή…

       Δεν γνώρισεν τροπή του Πήλιου – Γούση

       κι’ αν επατήθηκ’ απ’ τα’ασκέρια του Πασά

       εκεί ψηλά στην Τάπια του Τσαούση

       ποτίστηκ’ από αίμα η χλωρασιά…

       Και νάτα ακόμα εκεί τ’ αχνάρια των προγόνων

       αξέχαστης εκείνης λεβεντιάς

       π’ αθάνατοι στη διάβα των αιώνων

       θα μένουν, Μποσταραίοι, Πανουργίας.

       Κίτσος Τζαβέλας, Δούσης, Φωτομάρας,

       Πάνο – Βενέτης, Βέϊκος, Μακρυγιάννης,

       ο Μπακατσέλος, ο Μακρής, ο Νίκο – Τσάρας,

       της δόξας το παιδί ο Ανεμογιάννης.

       Εκεί στη σιδερόπορτα η Σκιά τους,

       τους βλέπεις σαν η Πούλια ξεκαμπίζει

       αρρενωποί κι’ αγριεμένοι στη θωριά τους,

       το μοιρολόγι ακούς η πόρτα τρίζει!…

       Το μοιρολόγι ακούς, τ’ άρματα τρίζουν

       κι’ η κουκουβάγια απ’ τα χαλάσματα θρηνεί,

       τα Κάστρα απ’ τη μούχλα δεν σαπίζουν,

       έχουν κι’ αυτά ψυχή παντοτινή!…

 

 

 

 

B. Το Κάστρο στην Παράδοση: Σα βραδιάσει στο παλιό κάστρο της Ναυπάκτου αέρινα φαντάσματα προβάλλουν δειλά - δειλά στα καλντερίμια, στα ρημαγμένα τζαμιά, στις θολωτές μπαρουταποθήκες και νεροποθήκες μαζί με ονειρεμένες Νηρηίδες κάτω από το θρόισμα των πεύκων. Μόλις όμως ο “Σεραφείμ” κτυπήσει μεσάνυχτα οι αχνές μορφές όλων εκείνων που ξόδεψαν τη ζωή τους σ’ αυτά τα χώματα αρχίζουν μια πένθιμη παρέλαση. Κι είναι η συνοδεία τους μακριά κι ατέλειωτη με λογής – λογής αρματωσιά. Όλη νύχτα επιθεωρούν τις ντάπιες, τις επάλξεις, τα κανονιοστάσια, τις απόκρυφες σήραγγες και τις σαπισμένες σιδερόπορτες.

Ίσως να περιμένουν τους άγριους κουρσάρους που θάρθουν να αρπάξουν το χρυσάφι και θα γεμίσουν τ’ αμπάρια τους με άμοιρους που θα πουλήσουν στα σκλαβοπάζαρα του κόσμου.

Ίσως όμως και να μη βρίσκουν ησυχία, γιατί δεν πείστηκαν ότι άξιζε η θυσία τους καθώς κοιτάζουν κάτω την κοιμισμένη πολιτεία με τα στοιχειωμένα μεντένια.

Είναι όμως φορές, τελευταία, που διστάζουν να κάνουν την εμφάνισή τους, είτε γιατί τα χρόνια τα βαραίνουν (πέντ’ έξι χιλιάδες χρόνια δεν είναι και λίγα), είτε γιατί τ’ απωθούν τα τεχνάσματα της γριάς μάγισσας, τα φώτα του άρχοντα, οι απειλές των αρχαιοκαπήλων, κυρίως όμως γιατί τους κλείνουν το δρόμο τα τεράστια κτίρια των αφρόνων και τα κουφαίνει ο αχός της προόδου.

Έτσι κι αυτά περιορίστηκαν να σκάβουν κάτω από τα ριζόκαστρα τα θεμέλια των τειχών, για να μεγαλώσουν τις κρύπτες των δράκων και να διορθώσουν την χαώδη σήραγγα που οδηγεί την “Κυρά του κάστρου” στο γειτονικό φρούριο για ειδυλλιακές ιστορίες με το βασιλόπουλο του φρουρίου αυτού.

Και ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, οι άνθρωποι, όπως πάντα, τραβάνε το δρόμο του καθημερινού μόχθου και δεν καταλαβαίνουν τη γλώσσα του κάστρου. Κάμποσες ιστορίες έχουν πλεχτεί γι’ αυτό, μα οι περισσότερες είναι καταχωνιασμένες στη λήθη. Έτσι το Κάστρο μένει ανεξιχνίαστο και χαμένο στους θρύλους που του μάζεψαν οι αιώνες.

Δεν είναι, λοιπόν, λίγες οι φορές που το ξακουστό Κάστρο της Ναυπάκτου εμφανίζεται στην Παράδοση σαν τόπος που κατοικούν οι αγαπημένες ηρώων, βασιλιάδων και πρωταγωνιστών μυθιστορημάτων. Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, που επισκέφτηκε τη Ναύπακτο στα 1890, μας μεταφέρει μέσω του άρθρου του απλοποιημένη την λαογραφική παράδοση των κατοίκων της Ναυπάκτου, που στα τέλη του περασμένου αιώνα θεωρούσαν ότι μια “χαώδη οπή” που ξεκινούσε μέσα από το κάστρο οδηγούσε μέχρι το κάστρο του Αντίρριου, και μέσω αυτής παλαιότερα η “Κυρά του κάστρου” επικοινωνούσε αθέατη τις νύχτες με το “εύμορφο βασιλόπουλο του Αντίρριου”, που ήταν εραστής της.  

            Για το ίδιο θέμα ο Lunwing Salvator αναφέρει ότι η υπόγεια αυτή διάβαση που οδηγεί ...στο Αντίρριο άρχιζε από την τελευταία αίθουσα στο εσωτερικό του ακροπυργίου της Ακρόπολης και μάλιστα μας πληροφορεί ότι η διάβαση αυτή σε μεγάλο μήκος είναι βατή. Η υπόγεια αυτή διάβαση μέσα στην αίθουσα, στις μέρες μας, δεν εντοπίζεται.

Για το κτιριακό συγκρότημα του αρχοντικού Μπότσαρη, που είναι και αυτό ένα κομμάτι του κάστρου, επικρατούσε η αντίληψη, πως ήταν στοιχειωμένο[37]. Γι’ αυτό οι παλαιότεροι απόφευγαν τις νυχτερινές ώρες να πλησιάζουν κι ιδιαίτερα να περάσουν κάτω από την “καμάρα”.

Η λαϊκή φαντασία που έπλασε αυτό το μύθο, παραδεχόταν πως το στοιχειό ήταν η ψυχή του μοσχαριού που ’σφαξαν στη θεμελίωση τ’ αρχοντικού. Μια που χτίζανε ένα τέτοιο κτίριο, για να είναι τα θεμέλιά του γερά κι’ ανθεκτικά, αντί να σφάξουν κόκορα, που συνηθίζεται να σφάζουν στη θεμελίωση κάθε οικοδομής θυσίασαν μοσχάρι, που το ’σφαξε κάποιος νέγρος υπηρέτης.

Αργότερα το μοσχάρι αυτό έγινε στοιχειό, και μια που ξεπετάχτηκε από τα θεμέλια αυτού του σπιτιού που με το αίμα του δέθηκαν κι έγιναν γερά κι ανθεκτικά, το θεωρούσε σα δικό του σπίτι και σα δικούς του τους ανθρώπους που κατοικούσαν σ’ αυτό και είχε αναλάβει την προστασία του.

Καθώς έλεγαν, πολλοί είχαν ιδεί το στοιχειό, άλλοι σαν “ένα μαύρο μοσχάρι, κι’ άλλοι σαν “ένα μαύρο άλογο”, που στην ουρά του σερνόταν ένας νέγρος. Έτσι δε χωρούσε καμία αμφιβολία πως το “Μποτσαρέικο” ήταν στοιχειωμένο. Παραδέχονταν πως το στοιχειό εμφανιζόταν κοντά στα μεσάνυχτα, έβγαινε από την κρύπτη του, την ντάπια, που είναι λίγα βήματα πιο κάτω και έπαιρνε το δρόμο που περνάει ανάμεσα στα δύο κτίρια κι οδηγεί προς τη σιδηρόπορτα. Κι’ όταν έφτανε στην “καμάρα”, κάτω από τα λιθόχτιστα τόξα, σταματούσε κι’ εκεί περνούσε τις περισσότερες ώρες της νύχτας, φυλάγοντας και παραμονεύοντας τ’ αρχοντικό.

Το στοιχειό δεν πείραζε κανένα από τους περαστικούς έξω από τ’ αρχοντικό. Μονάχα εκείνον που θα επιχειρούσε ή ακόμα και θα σκεφτόταν κάποιο κακό για τ’ αρχοντικό, τον κατάτρωγε. Αν όμως κάποιος που θα τύχαινε να συναντήσει το στοιχειό φοβόταν κι έβαζε τις φωνές, τότε του κοβότανε η μιλιά για πάντα. Γι’ αυτό όλοι απόφευγαν τις νυχτερινές ώρες να περάσουν έξω από το αρχοντικό. Λίγο πριν να ξημερώσει κρυβόταν πάλι στη ντάπια.

            Μ’ αυτά και πολλά άλλα που έσβησε ο χρόνος, συνεχίζει την πορεία της, με σήμα κατατεθέν ό,τι απέμεινε από το αγέρωχο κάστρο της, αυτή η καστροπολιτεία που, δυστυχώς, οι νεότερες γενεές δε διστάζουν να θυσιάζουν την ομορφιά και τη λεβεντιά της στο βωμό του χρήματος και της …ανάπτυξης.

Φρουρήσεις εν Ναυπάκτω” : Απ’ ότι γνωρίζουμε από τις ιστορικές πηγές, η μοναδική περίπτωση κατά την οποία η πόλη της Ναυπάκτου κυριεύθηκε ύστερα από έφοδο ήταν το 338, όταν ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος ο Β΄, αμέσως μετά τη μάχη της Χαιρώνειας, κατέλαβε τη Ναύπακτο. Οι πηγές δεν αναφέρουν ακριβώς, αν η άλωση της πόλης έγινε ύστερα από ολιγοήμερη πολιορκία ή ύστερα από έφοδο. Αμέσως μετά ο Φίλιππος έδωσε εντολή και κατεσφάγη όλη η φρουρά των Αχαιών και παρέδωσε την πόλη στους Αιτωλούς[38].

Η σφαγή μιας ολόκληρης φρουράς, η οποία είχε αναλάβει την υπεράσπιση ενός εκτεταμένου οχυρού, όπως το φρούριο της Ναυπάκτου, θα πρέπει να ήταν πολυάριθμη. Το γεγονός αυτό κάτω από οποιασδήποτε συνθήκες και αν έλαβε χώρα, ήταν συγκλονιστικό και ως εκ τούτου κατέστη παρομοιώδες η φράση “Φρουρήσεις εν Ναυπάκτω”.

 

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ

 

            Το Κάστρο είναι ένα πραγματικό κόσμημα και συνυφασμένο με τη φυσιογνωμία και την ιστορία της πόλης. Το κάστρο αυτό έχει ανάγκη συντήρησης και αναστύλωσης. Κυρίως όμως θα πρέπει να γίνουν κάποια έργα με την προσήκουσα μελέτη και ευαισθησία, ώστε να μην αλλοιωθεί η ''προσωπικότητά'' του. Τα έργα αυτά θα καθιστούσαν το κάστρο περισσότερο λειτουργικό και θα έδιναν την ευκαιρία να το επισκέπτονται, να το θαυμάζουν και να το γνωρίσουν, αυτό και την ιστορία του, οι κάτοικοι της περιοχής και οι ξένοι επισκέπτες. Είναι γεγονός ότι ένα μνημείο που δεν έχει σχέση με τον ανθρώπινο παράγοντα, δηλαδή δεν βιώνεται με κάποιο τρόπο, παραμελείται και τελικά καταστρέφεται. Τα έργα αυτά θα μπορούσε να είναι:

α) Θέατρο: Ένα πέτρινο θέατρο στο τρίτο διάζωμα από τη θάλασσα, αριστερά μετά την είσοδο στο δυτικό πυλώνα, όπου παλαιότερα υπήρξε μικρό ξύλινο υπαίθριο θέατρο. Πιστεύω ότι με μιά προσεκτική μελέτη θα μπορούσε να κατασκευασθεί πέτρινο θέατρο χωρητικότητας 500 θεατών με την ίδια πέτρα του γύρω χώρου, αφού για την κατασκευή του προσφέρεται το έδαφος και δεν αλλοιώνεται το περιβάλλον, αφού η όλη κατασκευή δεν είναι ορατή απ' έξω.

Το θέατρο αυτό θα ήταν ένα ''μπαλκόνι'' στον Κορινθιακό κόλπο, και με την κατάλληλη προβολή, θα μπορούσε να προσελκύει και να φιλοξενεί κάθε καλοκαίρι πολλές και υψηλού επιπέδου πολιτιστικές εκδηλώσεις (θεατρικές, μουσικές, χορευτικές κ.ά.).

β) Περίπτερο Αναψυχής:   Το κάστρο είναι ωραίος χώρος περιπάτου, συνάντησης και αναψυχής για όλους τους πολίτες και τους επισκέπτες της Ναυπάκτου. Θα μπορούσε το κτίριο που είναι κάτω από την εκκλησία του Προφήτη Ηλία, να γίνει ένα περίπτερο αναψυχής με μικροεπεμβάσεις ελαφριάς κατασκευής (ξύλο και ενδεχομένως γυαλί).Το αναψυκτήριο αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει καφετέρια υψηλής ποιότητας και ενδεχομένως εστιατόριο υψηλής επίσης ποιότητας.

γ) Αγάλματα:            Στην αρχαία Ελλάδα κάθε πόλη στολιζόταν από πολλά αγάλματα και συνθέσεις γλυπτών. Κάτι ανάλογο θα μπορούσε να συμβεί και να αναβαθμίσει τον ιστορικό χώρο του κάστρου. Ο χώρος του κάστρου, από την είσοδο του δυτικού τείχους μέχρι την κορυφή του (Ακρόπολη), θα μπορούσε να πλαισιωθεί από αγάλματα ηρώων που συνδέονται με τη μυθολογία και την αρχαία ιστορία της πόλης.

Ενδεικτικά αναφέρω ονόματα ηρώων: Άπις ο Ναυπάκτιος, Κέως, Αγέλαος, Ηρακλής, Καρκίνος ποιητής, Σοϊδας γλύπτης, Μέναιχμος γλύπτης κ. ά.

            Με τον ίδιο τρόπο θα μπορούσε να πλαισιωθεί και ο χώρος στο δεύτερο διάζωμα του κάστρου από τη θάλασσα, στη συνοικία Βεζύρ Τζαμί, όπου βρίσκονται τα ερείπια του τζαμιού των λουτρών. Στο χώρο αυτό θα μπορούσαν να τοποθετηθούν αγάλματα ηρώων και ανθρώπων που διακρίθηκαν και τίμησαν τη Ναύπακτο, έζησαν τη βυζαντινή και νεώτερη εποχή, όπως: Απόκαυκος Ιωάννης (Λόγιος Μητροπολίτης Ναυπάκτου), Βλαχογιάννης Γιάννης, Φαρμάκης Γιάννης, Λάμπρος Τζαβέλας κ.ά.

δ)Το ερειπωμένο αρχοντικό Τζαβέλα, ένα παλαιό σπίτι ντόπιας αρχιτεκτονικής, το οποίο σήμερα ανήκει στο Υπουργείο Πολιτισμού, θα μπορούσε να ανακαινισθεί και να χρησιμοποιηθεί σα Μουσείο της Νεότερης Ιστορίας της Ναυπάκτου. Στο χώρο αυτό θα μπορούσε να συγκεντρωθεί ότι έχει σχέση με την Ναυμαχία της Ναυπάκτου 1571 μ.Χ. καθώς και ότι έχει σχέση με την Επανάσταση του 1821, (όπως κειμήλια, λάβαρα, στολές, όπλα, χάρτες, γκραβούρες κ.λ.π.), και με το Κάστρο και την ιστορία του. Οι παραπάνω δραστηριότητες θα μπορούσαν να λάβουν χώρα επίσης και στο αρχοντικό Μπότσαρη.

ε) Ανάπλαση των χώρων μέσα και γύρω από το κάστρο, ιδιαίτερα στην περιοχή του Βεζύρ – Τζαμί, ώστε να αποκατασταθούν και να αναδειχθούν με αξιοπρέπεια παραδοσιακά και ιστορικά χαρακτηριστικά.

στ) Επειδή σε περίπτωση πυρκαγιάς το αποτέλεσμα για την πόλη θα είναι τραγικό, επιβάλλεται η εγκατάσταση αποτελεσματικής υποδομής για την πρόληψη και άμεση καταστολή πυρκαγιάς του δάσους μέσα και γύρω από το Κάστρο.

Η χρηματοδότηση πολλών από τα έργα αυτά θα μπορούσε να ενταχθεί σε κοινοτικά προγράμματα με μικρά σχετικά ποσοστά συμμετοχής.

Αρκετά από αυτά τα έργα μπορούν να γίνουν από χορηγούς, όπως π.χ. το άγαλμα του βυζαντινού Μητροπολίτη Απόκαυκου δύναται να χρηματοδοτηθεί από την Μητρόπολη Ναυπάκτου και το άγαλμα του Γιάννη Φαρμάκη, πιθανώς, να χρηματοδοτηθεί από απόγονους του αγωνιστή κ.ά.

SUMMARY

The castle of Nafpaktos in the course of time

The castle is situated on the top of the hill which dominates the town. The magnificent fortifications of Nafpaktos which are the result to successive constructional phases and date from the antiquity to the Turkish rule. Despite the damage and wear that the fortifications have been through they compose one of the most important and well-maintained examples of fortress architecture in Greece.

What was the form of the castle in the ancient times can not be known with accuracy. It is certain though that the walls existed. Remains of the ancient walls can be seen even today near the seaside and on the western side.

But it is not possible that the castle had its form of today with the five separate walls, it obtained this form mostly during the Venetian rule, it probably had the walls at the seaside and on the sides of the hill up to the acropolis on the top of the hill where the inhabitants would escape at times when every resistance was difficult.

The fortification of Nafpaktos became the object of description of intellectual travellers, geographers, painters and historians though centuries.

 

[1] Θουκυδίδη Ιστορία 3,102

[2] Λίβιος XXXVI, 30, 6.

[3] Πετριτάκη Μαρία “Ανασκαφικές εργασίες στη Ναύπακτο” ΑΔ 42 (1987): Χρονικά σ.172.

[4] Θουκουδίδου Ιστορίαι Γ, 102. Ο ανατολικός παραλιακός βραχίονας του αρχαίου τείχους, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, υπήρχε ήδη στα 426 π.Χ., οπότε χίλιοι Ακαρνάνες μπήκαν στη Ναύπακτο από παραλιακό άνοιγμα για να ενισχύσουν τους υπερασπιστές του τείχους. Από την ξηρά δεν μπορούσαν να πλησιάσουν, γιατί οι πολιορκητές Αιτωλοί βρίσκονταν απ’ έξω, κατά μήκος όλης της γραμμής του τείχους. Η πόλη ήταν περιτειχισμένη και είχε λίγους υπερασπιστές “μεγάλου όντος του τείχους”.

[5] Πέτσας Φώτιος, ΑΔ 26 (1971): Χρονικά σ. 315

[6] Τριανταφυλλόπουλος Δημ., ΑΔ 33 (1978): Χρονικά 167).

[7] Πετριτάκη Μαρία, “Ανασκαφικές εργασίες στη Ναύπακτο”, ΑΔ 42 (1987)

[8] Πετριτάκη Μαρία Ανασκαφικές εργασίες στη Ναύπακτο, Αρχαιολογικό Δελτίο 42 (1987): Χρονικά σ. 172, πιν.86 β

[9] Πετριτάκη Μαρία Ανασκαφικές εργασίες στη Ναύπακτο, Αρχαιολογικό Δελτίο 42 (1987): Χρονικά σ. 172

[10] Αλεξοπούλου Γεωργία Ναύπακτος: Ανασκαφικές εργασίες, Αρχαιολογικό Δελτίο 43 (1988): Χρονικά σ. 176-177

[11] Αλεξοπούλου Γεωργία Ναύπακτος: Ανασκαφικές εργασίες, Αρχαιολογικό Δελτίο 43 (1988): Χρονικά σ. 177-178

[12] Αλεξοπούλου Γεωργία, “Ανασκαφικές εργασίες στη Ναύπακτο”, ΑΔ 44 (1989): Χρονικά, σ. 143, σχεδ.17.

[13] Αλεξοπούλου Γεωργία, “Ανασκαφικές εργασίες στη Ναύπακτο”, ΑΔ 44 (1989): Χρονικά, σ.142-143, σχεδ.16, πιν. 90β.

[14] Ζαφειροπούλου Φωτεινή, “Ανασκαφές στη Ναύπακτο”, ΑΔ 31 (1976): Β1-Χρονικά 169 σχεδ. 6 Κ6 πιν.116   α,β.

[15] Πετριτάκη Μαρία, “Ανασκαφικές εργασίες στη Ναύπακτο” ΑΔ 42 (1987): Χρονικά σ. 173

[16] Αθανασιάδης - Νόβας Γεώρ. Η Ναύπακτος ως λιμήν του Βυζαντίου κατά τον Ι΄ αιώνα.

[17] Πλουμίδης Γ.Σ. Έγγραφα για τη Βενετοκρατούμενη Ναύπακτο 1444-1510. Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σοπουδών τ. ΛΘ-Μ (1972-73), σ. 492-501.

[18] Σχετικά με την ύδρευση της πόλης μέσα στο κάστρο μπορούμε να πούμε ότι ήταν ευτυχής συγκαιρία γιατί στο λόφο αυτό τύχαινε να πηγάζουν αρκετές πηγές με άφθονο νερό συνεχούς ροής. Ο Εβλιγιά Τσελεμπί αναφέρει ότι μέσα στην πόλη υπήρχαν σαράντα πέντε (45) δημόσιες βρύσες. Προφανώς όμως σ’ αυτές συμπεριλαμβάνονται και τις βρύσες των προαστίων.

[19] Κωνστάντιος Δημ., “Ναύπακτος: Ανασκαφικές εργασίες” ΑΔ 38 (1983): Χρονικά, σ.250.

[20] Βασιλάτος Νίκος. Κάστρα της Ελληνικής γης. Αθήνα: Εκδόσεις Μπάλτερ, 1991, σ. 64 - 85.

[21] Βασιλάτος Νίκος. Κάστρα της Ελληνικής γης. Αθήνα: Εκδόσεις Μπάλτερ, 1991, σ. 64 - 85.

[22] Βασιλάτος Νίκος. Κάστρα της Ελληνικής γης. Αθήνα: Εκδόσεις Μπάλτερ, 1991, σ. 64 - 85.

[23] Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το θέμα αυτό περιέχονται στην εργασία του κ. Πετρονώτη Αργύρη: Οθωμανικά αρχιτεκτονήματα Ναυπάκτου. Ναυπακτιακά τ. ΣΤ (1992-1993), σ. 237 - 243

[24] L’ empire grec au dixieme siecle, Paris 1870, σελ. 239.

[25] Αθανασιάδης - Νόβας Γεώρ. Η Ναύπακτος ως λιμήν του Βυζαντίου κατά τον Ι΄ αιώνα.

[26] Νικολάου Ηλίας Κ. Χαρακτικά και πολεοδομικά σχέδια της Ναυπάκτου, στο περ. ΝΑΥΠΑΚΤΙΑΚΑ τ. 6ος (1992-1993) σελ. 547

[27] Τριψιάνος Νίκος. Αγγλόφωνα περιηγητές στη Ναύπακτο, στο περ. ΝΑΥΠΑΚΤΙΑΚΑ τ.6ος (1992-1993) σελ. 483

[28] Η παράδοση αναφέρει ότι κατά τη βυζαντινή εποχή υπήρχε στην περιοχή αυτή μεγάλη βασιλική του Αγίου Γεωργίου, η οποία στα χρόνια της Τουρκοκρατίας μετατράπηκε σε Τζαμί.

[29] Κωνστάντιος Δημ. “Ναύπακτος: Ανασκαφικές εργασίες” ΑΔ 37 (1983): Χρονικά, σ. 278, πιν. 179 α,β.

[30] Παπαδοπούλου, Βαρβάρα. “Βυζαντινά ανάγλυφα αρχιτεκτονικά μέλη στην αρχαιολογική συλλογή Ναυπάκτου”. Από τα πρακτικά του Α΄ Επιστημονικού Συνεδρίου της Εταιρείας Ναυπακτιακών Περ. ΝΑΥΠΑΚΤΙΑΚΑ, τ. ΣΤ΄ (1992-1993), σελ.183.

[31] Βασιλάτος Νίκος. Κάστρα της Ελληνικής γης. Αθήνα: Εκδόσεις Μπάλτερ, 1991, σ. 64 - 85.

[32] Χριστόπουλος, Παναγιώτης Αιτωλοακαρνανική και Ευρυτανική Εγκυκλοπαίδεια, τομ. Α΄, λ. Άγιος Κήρυκος. Και επίσης

Χριστόπουλος, Παναγιώτης. Ο Άη- Κήρυκος του Έπαχτου, περ. Φθιώτις, 1958, σ. 196-198

[33] Βασιλάτος Νίκος. Κάστρα της Ελληνικής γης. Αθήνα εκδ. Μπάτλερ, 1991, σ. 64.

[34] Kολοβού Χριστίνα “Ναύπακτος:Ιστορία και ιδιαιτερότητα μιας καστροπολιτείας” Πτυχιακή εργασία, 1997.

[35] Λούρος Κωνσταντίνος. Περασμένα χρόνια, Αθήνα 1958, σ.13

[36] ΥΠ.ΠΕ. 51494/3888/10-12-1973. ΦΕΚ 1486/27-12-1973. Τευχ. Β΄.

[37] Σταυρογιαννόπουλος Βασίλειος “Το στοιχειωμένο Αρχοντικό”: περ. Λογοτεχνική Δημιουργία τ.15 (1984) σ.187-192

[38] Χριστόπουλος Παναγιώτης. Φρουρήσεις εν Ναυπάκτω. Επετηρίς Εταιρείας Ναυπακτιακών Μελετών, τ.Β. (1969-70) σ. 280