Διαδρομές του παρελθόντος στη Ναυπακτία και τη Δωρίδα

Βιβλιοπαρουσίαση από την Αντιγόνη Μουχτούρη, καθηγήτρια κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου  Σορβώνης

   Το δοκίμιο «Διαδρομές του παρελθόντος στη Ναυπακτία και τη Δωρίδα-οδικό δίκτυο, γεφύρια, χάνια», θα μπορούσε να είχε ονομαστεί «Ο άνθρωπος και η κυριαρχία του στα ορεινά».

 

   Ο Γιάννης Χαλάτσης, έχοντας κάνει μια έρευνα για τη ζωή και τα μέσα μεταφοράς στο Κορινθιακό κόλπο, συνεχίζει τις προσπάθειές του για να μάς εξηγήσει το παρελθόν. Μας δείχνει πώς οι βουνίσιοι άνθρωποι, αντί να κάτσουν άπραγοι μπροστά στο πεπρωμένο τους, να είναι δηλαδή εγκλωβισμένοι στη βαρύτητα της φύσης, κατασκεύασαν οδούς επικοινωνίας με σκοπό να πάνε σ’ άλλους τόπους και να ξαναγυρίσουν. Είναι φανερό ότι οι δρόμοι δε μπορούν να πάρουν ζωή παρά μόνο από το τη συνύπαρξη τριών παραγόντων. Των κατοίκων που μετακινούνται αλλού και θέλουν να ξαναγυρίσουν, των αγωγιατών που οδηγούν και μεταφέρουν και των κατοίκων που μένουν, που αντέχουν στις δυσκολίες της ζωής, που έχουν δαμάσει τη φύση. Πάνω στους δρόμους είναι τα Χάνια, οι χώροι που παίζουν ρόλο σταθμού για να κάνουν εφικτή τη διαδρομή των ταξιδιωτών και των αγωγιατών, ενώ παράλληλα έχουν αξία υλικών και κοινωνικών ανταλλαγών. Η επέμβαση των ανθρώπων στο φυσικό περιβάλλον εκδηλώνεται με τη κατασκευή γεφυρών, μέσο επικοινωνίας πολύ σημαντικό.

   Η περιοχή μελέτης είναι δύσβατη, βραχώδης, και σε υψηλό υψόμετρο το χειμώνα όπου μαίνεται μία τρομερή πάλη ενάντια στη φύση. Πέρα από τις αντιξοότητες της φύσης, οι άνθρωποι έχουν να αντιμετωπίσουν τη φτώχια. Οι διηγήσεις τους είναι φανερά επηρεασμένες από τις περιπέτειές τους και τη μοίρα τους που ανατρέπεται από τη φύση. Τα ατυχήματα είναι συνηθισμένα, γεγονός που προκαλεί μία συνεχή ανησυχία στους κατοίκους αυτών των περιοχών. Σ’ αυτή την περιοχή των κτηνοτρόφων, ο χώρος ήταν μεγάλος αλλά η δυνατότητα επιβίωσης ήταν περιορισμένη γι’ αυτό λοιπόν ο άνθρωπος έφευγε και όταν η νοσταλγία τον κυρίευε, επιθυμεί να ξαναγυρίσει στη μικρο - κοινωνία του παρ’ όλους τους κινδύνους. Ζυγίζει τις δυσκολίες επιβίωσης στη καθημερινότητα, τον αγώνα ενάντια στη μη δαμασμένη φύση.

   Σε οικονομικό επίπεδο, οι μόνες πηγές είναι η κτηνοτροφία και μία υποτυπώδης γεωργία η οποία επιτρέπει να καλυφτούν οι βασικές ανάγκες. Οι κτηνοτρόφοι μετακινούνται και το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η αντοχή. Μαθαίνουν γρήγορα να διανύουν χιλιόμετρα μέσα στη χρονιά. Από τη μία μπορούμε λοιπόν να καταλάβουμε το γιατί αυτής της ανάπτυξης δικτύων επικοινωνίας με σταθμούς, τα χάνια, εάν τη συνδέσουμε με τις ανθρώπινες μετακινήσεις από το τέλος του 19ου και 20ου αιώνα, κατά τη διάρκεια των οποίων η μετανάστευση αναπτύχθηκε. Από την άλλη οι κάτοικοι που δεν μετακινούνταν ανέπτυξαν εμπορικές σχέσεις. Η αυτονομία και οι ανάγκες για την απόκτηση υλικών αγαθών άλλαξαν γι’ αυτό και δημιουργήθηκαν οδοί επικοινωνίας.

   Έχουμε δύο κατηγορίες κατοίκων, αυτούς που έφευγαν και αυτούς που έμεναν. Η επικοινωνία μεταξύ των δύο συνεχίζεται με τρόπο συνεχή και διακεκομμένο παράλληλα.

Είναι εκπληκτικός ο ρόλος των γυναικών, μέρος των κατοίκων που δε μετακινούνταν και που συχνά ζούσαν σε αντίξοες συνθήκες. Έπρεπε μόνες να μεγαλώσουν τα παιδιά ζώντας με τη μοναξιά του συντρόφου ή με το πένθος. Είχαν την περηφάνια των φυλάκων των ναών γιατί ήξεραν πως χωρίς αυτή την αυστηρότητα που είχαν επιβάλει στη καθημερινότητά τους, όλο το οικοδόμημα των μικρο- κοινωνιών θα κατέρρεε. Διένυαν χιλιόμετρα συνοδεύοντας τους ταξιδιώτες στο προορισμό τους. Σ’ αυτή τη σπαρτιάτικη ζωή, καθοδηγούμενη από την υποχρέωση και όχι από την επιλογή εξαιτίας του πλαισίου αναγκών, η μόνη καλλιτεχνική έκφραση άξια αυτού του τίτλου ήταν τα τραγούδια και οι διηγήσεις θρύλων που εξιστορούσαν τους φόβους τους και τις χαρές τους.

Πώς θα τα μετέφεραν όμως όλα αυτά;

Ο σημερινός αναγνώστης πρέπει να φανταστεί ότι το 1900 υπήρχαν οι ίδιοι δρόμοι για τους ανθρώπους και τα ζώα.

Ποιος ήταν λοιπόν ο πληθυσμός που μετακινείτε; Οι έμποροι, οι προσκυνητές, οι περίεργοι ταξιδιώτες, οι μετανάστες που γύριζαν στη πατρίδα τους, ή ακόμα και οι φυματικοί που πήγαιναν να γιατρευτούν στο σανατόριο της Παπαδιάς. Αλλά ο πρωταγωνιστής ήταν ο αγωγιάτης. Ποιά είναι τα χαρακτηριστικά του Αγωγιάτη; Είναι λέξη αρχαίας ελληνικής ρίζας και χαρακτηρίζει αυτόν που βάζει κάποιον στο δρόμο. Ο συσχετισμός της λέξης «αγωγός» βάση της λατινικής της ρίζας είναι ενδιαφέρον. Στα λατινικά ‘canal’ σημαίνει το να περνάμε κάποιον από ένα σταθμό στον άλλο ενώ ‘αγωγός’ υποδεικνύει αυτό που επιτρέπει να μπει κάτι σε μία οδό. Αγωγός λοιπόν σε συμβολικό επίπεδο θα υποδήλωνε ότι για να περπατήσουμε σε μία οδό, κάποιος πρέπει να μας τη δείξει, να μας πάει. Για τους κατοίκους εκείνης της εποχής οι Αγωγιάτες χαρακτηρίζονταν βάση της κυριολεκτικής και της συμβολικής τους σημασίας. Ήταν αυτοί που γνώριζαν καλά τις δυσκολίες του δρόμου, όπως επίσης και του γεωγραφικού πλαισίου. Ήταν άνθρωποι της περιοχής, νέοι άντρες και γυναίκες. Ανάμεσα σ’ αυτούς κάποιοι είχαν σπουδαία φήμη, όπως ο Βασίλης Ραμπαούνης του χωριού Δορβιτσά, ο οποίος χαρακτηρίζονταν υπεύθυνος άνθρωπος, γενναιόδωρος, γενναίος, ικανός να σε περάσει από μέρη δύσβατα. Θεωρούταν τίμιος και αντιπροσώπευε αξίες που ενέπνεαν εμπιστοσύνη. Η διαδρομή των μετακινήσεων έφτανε μέχρι τη Σπερχιάδα, το Θέρμο, το Μεσολόγγι, τη Ναύπακτο, το Μοναστηράκι, τα Τριζόνια, την Ερατεινή, το Γαλαξίδι, την Ιτέα. Διαδρομές στις οποίες μετακινούνταν προϊόντα, ζώα και άνθρωποι από τη πιο πλούσια περιοχή στη πιο φτωχή και αντίστροφα. Παράλληλα μ’ αυτή τη μετακίνηση υπήρχε και μετακίνηση ιδεών και τρόπων ζωής. Είναι μία ιστορία για να καταγραφεί στη συνέχεια.

ΧΑΝΙΑ. Τι είναι αυτά τα μέρη;

   Ονομάζονταν και αλλιώς πανδοχεία, λέξη ελληνική, ενώ το χάνι έχει τούρκικη ρίζα. Αυτοί οι χώροι υπήρχαν από την αρχαιότητα με το όνομα πανδοχεία, τα οποία ήθελαν να συμπεριλάβουν το όλο σ’ ένα χώρο μικρό. Έχουν μία συγκεκριμένη οργάνωση. Το ένα δε μπορούσε να χτιστεί κοντά σ’ ένα άλλο, και έπρεπε να είναι μέρος ενός δικτυακού κόμπου. Σε επίπεδο εσωτερικής αρχιτεκτονικής ήταν πετρόχτιστο σε τετράγωνο η παραλληλόγραμμο σχήμα. Αποτελούνταν από μία μεγάλη αίθουσα, την οποία διακοσμούσαν ένα στενόμακρο τραπέζι, μία μικρή κουζίνα και ράφια τα οποία είχαν διάφορα αντικείμενα προς πώληση. Σε κάποια χάνια η επικοινωνία με το πάνω όροφο γινόταν με μία σκάλα που μπορούσε να βγει για τη προστασία των γυναικών. Υπήρχε και μία σειρά επαγγελμάτων που ασκούνταν γύρω από τα χάνια, σχετικά με τη φροντίδα των αλόγων η των ταξιδιωτών. Εξαιτίας των μεγάλων αποστάσεων, τα ζώα, ο αγωγιάτης και οι ταξιδιώτες έπρεπε να ξεκουραστούν. Παράλληλα έπρεπε να προστατευθούν και από τη φύση. Εάν ακολουθήσουμε τη διαδρομή από τη Ναύπακτο στο Πλάτανο, η Σίμου γνώρισε μεγάλη προσέλευση και φήμη, γιατί ήταν ο πρώτος σταθμός πριν τη μεγαλύτερη περιπέτεια.

Το χάνι του Δενδραμή: Στη πολιτισμική κληρονομιά των κατοίκων της Σίμου υπάρχει μ’ έναν ανεξίτηλο τρόπο το πέρασμα ταξιδιωτών για να πάνε σ’ άλλα χωριά στα βάθη του βουνού. Ο Γ. Χαλάτσης μας μιλάει για μία οικογένεια στη Σίμη, του Βασίλη Δενδραμή η οποία είχε αναπαράγει το σύστημα του πανδοχείου, το οποίο θα ήταν σήμερα ένα είδος σούπερ- μάρκετ. Σ’ αυτό το πανδοχείο μπορούσαμε να αγοράσουμε τα πάντα, ακόμη και τους νεωτερισμούς της πόλης. Είναι παράλληλα και χάνι γιατί υποδέχονταν ανθρώπους για μία νύχτα για ξεκούραση πριν συνεχίσουν το δρόμο τους. Αυτό το χάνι λειτούργησε το 1885, και βρισκόταν σ’ ένα νευραλγικό σημείο τοπογραφικά, το οποίο επικοινωνεί με τη Ναύπακτο και τα άλλα χωριά του βορρά. Η προσωπικότητα του Βασίλη Δενδραμή το είχε σημαδέψει και έμεινε στην ιστορία της Σίμου με το ψευδώνυμο Αγάς. Έπαιξε σημαντικό ρόλο σε εμπορικό επίπεδο το οποίο είναι πάντα σε εξέλιξη και αφθονία. Ήταν μία εισαγωγή στο μοντερνισμό, με το ραδιόφωνο και αργότερα με τη πρώτη τηλεόραση στο χωριό.

Με μία άλλη εξωτερική μορφή, ένα άλλο χάνι που σημάδεψε την ιστορία της περιοχής ήταν το χάνι του Λιόλιου. Η φήμη του ήταν μεγάλη γιατί βρισκόταν σε μία εκπληκτική τοποθεσία, περικυκλωμένο από έλατα. Το μέρος θεωρείτο επίσης νευραλγικό, ανάμεσα στα χωριά Πλάτανος, Χόμορη και Άγιος Δημήτριος. Υπήρχε από το 19ο αιώνα και ήταν ένα κτίσμα τεσσάρων δωματίων με δύο ορόφους. Υποδεχόταν ταξιδιώτες αλλά και πλανόδιους έμπορους που πήγαιναν από χωριό σε χωριό. Οι κτηνοτρόφοι το χρησιμοποιούσαν επίσης σαν σταθμό στη μετακίνησή τους ανάμεσα στη πεδιάδα και τα βουνά. Μία άλλη ιδιαιτερότητα ήταν ότι τι 1920 είχε αναπτυχθεί μία μικρο-βιομηχανία καραμέλας, λουκουμιών και υφασμάτων. Αυτό τα είδος χειρονακτικής εργασίας ήταν πολύ φημισμένο.

Μπορούμε όμως να σταθούμε και στο σπουδαίο κοινωνικό τους ρόλο, γιατί επέτρεπαν την επικοινωνία ανάμεσα στο κόσμο του βουνού με τον εξωτερικό απ’ αυτόν κόσμο. Είχαμε χάρη αυτών μία εφικτή ανταλλαγή ιδεών, τρόπων ζωής και ανθρώπων. Σε συμβολικό επίπεδο, τα Χάνια αντιπροσωπεύουν τη πιθανότητα που έχει ο άνθρωπος να υλοποιήσει τα όνειρά του και τις προσπάθειες που αυτό απαιτεί. Μεταφορικά, συμβολίζουν ότι η πρόοδος της ανθρωπότητας γίνεται μέσω σταθμών, περαστικών και πρωταγωνιστών που ξέρουν να παίρνουν ρίσκα.

Τέλος, αυτό το βιβλίο είναι πολύ ενδιαφέρον γιατί μας μαθαίνει ότι δεν υπάρχει τίποτα που μπορεί να εμποδίσει το άτομο να μετακινηθεί, να πάει αλλού. Συνθλίβοντας το χώμα με τις πατημασιές του, αντιμετωπίζει τη βραχώδη φύση, τη δύναμη της βροχής με τον οίστρο πραγματοποίησης του πόθου του. Μετακινείται για να πραγματοποιήσει τα όνειρά του.

Εκπληκτική είναι επίσης και η καταγραφή μαρτυριών πολλών ανθρώπων, μέσα από τις οποίες ξεπηδάει ο πόθος να μη σβήσει η μνήμη του παρελθόντος, να μη καταργηθεί, αλλά να συνδεθεί με την εμπειρία του τώρα, ενώνοντας την αγάπη και τη νοσταλγία χώρων επιπλωμένων με αναμνήσεις, με γεγονότα που έγιναν σε μία άλλη ηλικία.

Γι’ όλους αυτούς τους λόγους ένα τέτοιου είδους πόνημα αξίζει να υπάρχει, σαν μνήμη των δοκιμασιών που ο άνθρωπος είναι ικανός να πολεμήσει και να ανταπεξέλθει στις δυσκολίες της φύσης συνεχίζοντας να οργανώνεται για τη δημιουργία ενός καινούριου κόσμου αλλού.